+ +++ +

+ +++ +


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:





Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

ΕΙΚΟΝΕΣ, ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

+++


Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

 



Μνήμη: 16η Αὐγούστου
Ἀνακομιδή: 20ὴ Ὀκτωβρίου 
 
* * * 
 
ΒΙΟΣ
 

    Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ, ὁ νέος Ἀσκητής, ὁ Πελοποννήσιος, οὗ τὸ λείψανόν ἐστιν ἐν Κεφαλληνίᾳ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

    ΕΙΚΟΝΑ

     

    ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ὁ λαμπρὸς καὶ νεοφανὴς ἀστὴρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ λίθος ὁ ἀδαμάντινος, ἐφ’ οὗ συντρίβονται αἱ κεφαλαὶ πάντων τῶν καινοτομούντων καὶ παρεκτρεπομένων ἐκ τῆς ἀλανθάστου παραδόσεως τῆς ἁγιωτάτης καὶ Ὀρθοδόξου ἡμῶν Εκκλησίας, ἐγεννήθη κατὰ τὸ ἔτος ͵αφθ’ (1509) εἰς τὸ χωρίον Τρίκαλα Κορινθίας τῆς περιφήμου Πελοποννήσου, ἐκ τῆς λαμπρᾶς οἰκογενείας τῶν Νοταράδων [1]. Καὶ ὁ μὲν πατὴρ αὐτοῦ ἐκαλεῖτο Δημήτριος, ἡ δὲ μήτηρ του Καλή. Ἀπὸ τούτους λοιπὸν γεννηθεὶς οὗτος ὁ θαυμάσιος, παραδίδεται ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὴν μάθησιν τῶν ἱερῶν γραμμάτων, καὶ ἐπειδὴ εἶχεν εὐφυΐαν πνεύματος καὶ προαίρεσιν ἀγαθωτέραν, ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν προήχθη ἀρκετὰ εἰς τὰ μαθήματα.

    Ὡς νουνεχὴς λοιπὸν καὶ φρόνιμος, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας του ἐδόθη ὁ Ἅγιος εἰς τὴν σπουδὴν καὶ ἀνάγνωσιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἰς τὴν ὁποίαν εὕρισκεν ἀληθείας μονίμους, ὠφελίμους καὶ ἀρκούσας νὰ εὐφραίνωσι τὴν ψυχήν του, νὰ τὸν πληροφορῶσι καὶ νὰ τοῦ δίδωσι νὰ ἐννοήσῃ τὴν ἀπάτην καὶ τὴν πλάνην, ἥτις εὑρίσκεται εἰς τὰ κοσμικὰ καὶ μάταια μαθήματα τῆς λεγομένης ἀνθρωπίνης σοφίας, καὶ συγχρόνως νὰ καταλάβῃ καλῶς καὶ ὀρθῶς τὴν ματαιότητα καὶ πλάνην τοῦ ἀπατηλοῦ καὶ ψευδοῦς κόσμου τούτου, καὶ διὰ τοῦτο νὰ στρέψῃ καὶ νὰ ἀφιερώσῃ ὃλον τὸν πόθον του καὶ τὴν ἔφεσίν του εἰς τὸ μόνον ἀκρότατον τῶν ἀγαθῶν: εἰς τὸν Πλάστην δηλαδὴ καὶ Θεόν του. Ὡς νουνεχὴς δὲ ἔβλεπεν, ὅτι διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὸν σκοπόν του τοῦτον, ἡ πατρίς, ἡ οἰκογένεια, ἡ λαμπρότης, ὁ πλοῦτος, ἡ τιμὴ τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὀργασμὸς τῆς νεότητος, ἡ ὁρμὴ τῶν παθῶν, ὅλα ταῦτα ἦσαν εἰς αὐτὸν πολὺ ἰσχυρὰ ἐμπόδια. Ὅθεν φθάσας εἰς ἡλικίαν νόμιμον, μὲ ἀνδρείαν ψυχῆς καὶ μὲ γενναιότητα σπανίαν εἰς τοὺς καιρούς μας, ἀποστρέφεται τὰ πάντα, λογίζεται ὡς σκύβαλα καὶ πλοῦτον, καὶ δόξαν, καὶ ἡδονάς, καὶ γονεῖς, καὶ συγγενεῖς, καὶ ὡς στρουθίον ἀπὸ τὴν παγίδα φεύγει ἀπὸ τὴν πατρίδα του, τὰ Τρίκαλα, καὶ μεταβαίνει εἰς τὴν νῆσον τῆς Ζακύνθου.

    Ἐδῶ φαίνεται ὁ Γεράσιμος μιμητὴς ἀληθὴς τοῦ Ἀβραάμ, ὅστις διὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὸν Θεόν, ὅστις εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου, καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου» (Γεν. ιβ’ 1), ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν πατρίδα αὐτοῦ. Ὁμοίως καὶ ὁ Γεράσιμος ἀφήνει τὴν γῆν του καὶ τὴν συγγένειαν του, διὰ νὰ δυνηθῇ εὐκολώτερα νὰ εὕρῃ ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον μόνον ἐπόθησε καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ὅλαι ἀπέβλεπον αἱ ἐφέσεις του, καὶ διὰ νὰ ἀπολαύσῃ αὐτὸν εὐκολώτερα, ἐγνώριζεν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποβάλῃ καὶ νὰ ἀπορρίψῃ ἀφ’ ἑαυτοῦ πᾶσαν σχέσιν καὶ αἰτίαν σωματικήν, ἥτις δι’ αὐτοῦ ἢ δι’ ἐκείνου τοῦ τρόπου θὰ τὸν εἵλκυε καὶ θὰ τὸν ἔσυρε βιαίως εἰς στοχασμοὺς σωματικοὺς καὶ γηΐνους, καὶ οὕτω θὰ τὸν ἀπεμάκρυνε καὶ θὰ τὸν ἐδυσκόλευεν ἀπὸ τὴν νοερὰν μελέτην καὶ αναπτέρωσιν τῆς διανοίας του εἰς μόνον τὸν Ποιητήν του Θεόν, ὅστις δὲν κατοικεῖ εἰς τὰς ψυχάς, αἵτινες δέχονται στοχασμοὺς σωματικοὺς καὶ ματαίους καὶ ἀκολούθως καθίστανται ἀνάξιαι δι’ ἐνοίκησιν τῆς Χάριτός του, ἥτις ἐπιζητεῖ σκεύη καθαρὰ καὶ ἀμέτοχα πάσης γηΐνης σχέσεως· ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν του, ὅλα δὲ τὰ ἐπίλοιπα τὰ ἐχάρισεν εἰς τὸν ἄνθρωπον ὡς μέσα διὰ τῶν ὁποίων θὰ δυνηθῇ, ἐὰν λάβῃ γνῶσιν, νὰ τὰ μεταχειρισθῇ καλῶς καὶ νὰ ἀπολαύσῃ αὐτὸν τὸν Ποιητήν του, ὅστις πρέπει νὰ εἶναι τὸ σκοπιμώτατον τέλος τοῦ ἀνθρώπου.

    Ταῦτα λοιπὸν καλῶς συλλογιζόμενος, ὡς σκεῦος ἐκλογῆς, ὁ Γεράσιμος καὶ ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ θέμενος, ἀφ’ οὗ διέτριψεν ἐπί τινα καιρὸν εἰς Ζάκυνθον καὶ ἠλευθερώθη διὰ τῆς σκληραγωγίας καὶ ἀσκήσεως ἀπὸ πᾶσαν ἐνόχλησιν λογισμῶν πατρίδος, συγγενῶν, πλούτου καὶ λοιπῆς σωματικῆς μερίμνης, καὶ ἤρξατο ν’ ἀναβαίνῃ τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν, τῆς ὁποίας πρώτη βαθμὶς εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὴν ἰδίαν πατρίδα, ἀκολούθως δὲ ἠλευθερώθη ἀπὸ τὰς ἰσχυροτέρας σχέσεις καὶ αἰτίας, αἱ ὁποῖαι ἑλκύουσι τὸν ἄνθρωπον εἰς τοὺς στοχασμοὺς τοὺς κοσμικοὺς καὶ δὲν τὸν ἀφήνουσι νὰ μένῃ ἐλεύθερος ἀπὸ πᾶσαν σωματικὴν σχέσιν, ὥστε νὰ δύναται νὰ εὑρίσκηται πάντοτε ἡνωμένος νοερῶς μὲ τὸν Θεόν, συλλογιζόμενος καλῶς ὁ Ὅσιος οὗτος, ὅτι αἱ παγίδες τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ διαβόλου εἶναι πολλαὶ καὶ πολυποίκιλαι, καὶ μὴ ἔχων πεποίθησιν εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἐπιθυμεῖ νὰ εὕρῃ ὁδηγὸν καλόν, ὅστις νὰ ἑρμηνεύσῃ εἰς αὐτὸν τὴν ἁπλανῆ ὁδὸν τῆς ἀρετῆς, εἰς τὴν τελειότητα τῆς ὁποίας μόνον ἀπέβλεπε καὶ ἐξέτρεχε μὲ ὅλην του τὴν προθυμίαν.

    Ἀναχωρεῖ λοιπὸν ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον, καὶ περιέρχεται μὲ πόθον καὶ σκοπὸν πνευματικόν, καὶ μὲ κόπον καὶ ἀγῶνας σωματικούς, διαφόρους τόπους καὶ χώρας τῆς Ἑλλάδος, καὶ φθάνει εἰς τὴν Θεσσαλίαν, ἀπ’ ἐκεῖ δὲ εἰς τὸν Εὔξεινον Πόντον, εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, εἰς τὴν Προποντίδα, εἰς τὴν Χαλκηδόνα, καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς τόπους, ὅπου ἤξευρεν, ὅτι ὑπῆρξαν καὶ ἔζησαν ἄνδρες περιβόητοι εἰς τὴν ἀρετήν, καὶ εἰς τὴν ἀσκητικὴν ζωὴν τέλειοι, καὶ διδάσκαλοι πρακτικοί, καὶ ἔμπειροι τῆς κατὰ Θεὸν πολιτείας καὶ διαγωγῆς. Ἀφ’ οὗ δὲ συνήγαγεν ἀπὸ ἕκαστον μέρος, ὡς φίλεργος καὶ φιλόπονος μέλισσα, τὸ μέλι τῆς θεαρέστου διαγωγῆς καὶ πολιτείας, ἀποφασίζει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνος, διὰ νὰ μονάσῃ ἐκεῖ ὡς εἰς τόπον πνευματικῆς ἀναπαύσεως καὶ εἰρηνικῆς καταστάσεως, ἀλλὰ καὶ ψυχωφελεστάτης διαγωγῆς.

    Πηγαίνει λοιπὸν ὁ Ὅσιος εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ σκοπὸν νὰ μονάσῃ ἐκεῖ· ὅθεν συναυλιζόμενος καὶ συναναστρεφόμενος μετὰ τῶν ἐκεῖ Πατέρων, καὶ εὑρὼν πολλούς, οἱ ὁποῖοι εἰργάζοντο ἀληθῶς εἰς τὸν μυητικὸν ἀμπελῶνα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἦσαν ἱκανοὶ νὰ ὁδηγήσωσι καὶ νὰ διδάξωσι καὶ ἄλλους εἰς τὴν ἀπλανῆ ὁδὸν τῆς ἀρετῆς, εἰς τὴν πολιτείαν τὴν φέρουσαν τοὺς ἐραστὰς τῆς ἀρετῆς εἰς τὴν ἀπόκτησιν τῆς τελειότητος αὐτῆς, ὧν εἷς ἦτο καὶ ὁ Ὅσιος οὗτος, ὠφελήθη μεγάλως ἐξ αὐτῶν καὶ ἔτι περισσότερον ἤναψεν εἰς τὴν καρδίαν του ὁ θεῖος πόθος τῆς ἀρετῆς, ἂν δὲ καὶ πρὶν νὰ λάβῃ τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα καὶ γίνῃ μεγαλόσχημος ἦτο πεπλουτισμένος μὲ ὅλας τὰς ἀρετάς, αἱ ὁποῖαι ἀποτελοῦσι τὸν ἀληθῆ Μοναχόν, ὅμως ὑπήκοος ὢν εἰς ὅλας τὰς διαταγὰς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔλαμψαν ὡς φωστῆρες εἰς αὐτὸ τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα, ἀναβιβάζεται καὶ οὗτος εἰς τὸ ὕψος τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος καὶ τελειώνεται Μεγαλόσχημος.

    Ἔπειτα ἀπὸ τοῦτο, ποῖος λόγος δύναται νὰ παραστήσῃ τοὺς ἀγῶνας, τοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους, τοὺς ὁποίους προσέθεσεν εἰς τοὺς προτέρους του ὁ Ὅσιος, ἤτοι νηστείας, ἀγρυπνίας, δάκρυα, προσευχάς, ὕψωσιν τοῦ νοὸς εἰς τὸν Θεόν, ἀφιέρωσιν ἑαυτοῦ παντελῆ εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀποξένωσιν ὁλοτελῆ ἐκ τοῦ κόσμου καὶ ἐκ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἁπάντων;

    Ἕκαστος ἐννοεῖ εὐκόλως, ὅτι ἀφ’ οὗ ἔλαβε τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα, οὐχὶ μόνον μετεχειρίζετο ὅλον τὸν πόθον του καὶ τὴν δύναμιν εἰς ὅλας τὰς ἄνωθι σωματικὰς καὶ πρακτικὰς ἀρετὰς καὶ ἀπέρριπτεν ἀφ’ ἑαυτοῦ καὶ ἀπεμάκρυνε πάντα γήϊνον στοχασμὸν καὶ φροντίδα, ἀλλ’ ἑπομένως ἐπτερώθη, ὡς ἄλλος ἀετὸς ὑψιπέτης, καὶ φανταζόμενος μόνα καὶ μόνα τὰ οὐράνια ἀγαθὰ καὶ νοερῶς ἀπολαμβάνων εἰς τὴν ψυχήν του τὴν ἡδονὴν καὶ χαρὰν αὐτῶν, ἔζη ὡς Ἄγγελος σαρκοφόρος, ὡς ἄνθρωπος οὐράνιος καὶ θησαυροφυλάκιον τῶν Χαρίτων καὶ δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ἀγάπης δηλαδή, τῆς πρᾳότητος, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς εἰρήνης, τῆς συμπαθείας καὶ τῶν λοιπῶν, καὶ ὡς πύργος στερεὸς καὶ ἀκλόνητος εἰς ὅλας τὰς προσβολὰς καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος ἔβλεπεν, ὅτι οὗτος ὁ φθαρτὸς καὶ γήϊνος μέλλει νὰ πετασθῇ καὶ νὰ λάβῃ εἰς τὴν οὐράνιον μακαριότητα τὸν τόπον καὶ τὸν βαθμὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐκεῖνος ἐκρημνίσθη διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν του καὶ τὴν ὑψηλοφροσύνην του.

    Ἀφ’ οὗ λοιπὸν διέτριψεν ὁ Ἅγιος ἀρκετὸν καιρὸν εἰς τὸ ἁγιώνυμον ὄρος τοῦ Ἄθω καὶ ἀπέβη ὄντως σκεῦος ἐκλεκτὸν τῆς θείας Χάριτος καὶ πρότυπον ἐντελέστατον τῆς κατὰ Χριστὸν πολιτείας καὶ διαγωγῆς, ἀνάπτεται ὅλος ἀπὸ τὸν θεϊκὸν ἔρωτα καὶ μὴ ἀρκούμενος εἰς μόνην τὴν νοερὰν θεωρίαν τοῦ μόνου ἀπὸ αὐτὸν ἀγαπωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποφασίζει νὰ ὑπάγῃ νὰ προσκυνήσῃ, νὰ ἴδῃ καὶ νὰ ἀπολαύσῃ αἰσθητῶς ἐκείνους τοὺς Ἁγίους Τόπους τῆς Ἱερουσαλήμ, εἰς τοὺς ὁποίους ἐνηργήθη τὸ μέγα ὄντως Μυστήριον τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, διὰ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀφ’ οὗ δὲ κατευωδώθη εἰς ἐκείνους τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἕκαστος δύναται νὰ ἐννοήσῃ μὲ πόσην εὐλάβειαν καὶ πόθον προσεκύνησε καὶ ἀπήλαυσεν αὐτούς, καὶ ἀπὸ πόσης καὶ ὁποίας πνευματικῆς εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως ἐπληρώθη ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου, ὅταν ἔβλεπεν αἰσθητῶς καὶ ἐψηλάφει πραγματικῶς τοὺς τόπους, εἰς τοὺς ὁποίους ὁ ἔρως τῆς ψυχῆς του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κατεδέχθη σωματικῶς νὰ γεννηθῇ, νὰ ἀνατραφῇ, νὰ πάθῃ, νὰ σταυρωθῇ, νὰ ἀναστηθῇ καὶ νὰ ἐκτελέσῃ τὰ λοιπὰ ὑπερφυῆ καὶ φρικτὰ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας του μυστήρια.

    Ἐκεῖθεν πάλιν ὅλος πρόθυμος καὶ μὲ ἔρωτα θεῖον καὶ ἀκόρεστον, οὗτος ὁ ἀληθὴς τῶν ἀρετῶν ἐραστὴς Γεράσιμος ὑπάγει εἰς τὸ Σίναιον ὅρος, ὅπου ἐνηργήθησαν ἐκεῖνα τὰ θεάρεστα, τὰ ὁποῖα ἡ Ἁγία Γραφὴ διηγεῖται, καὶ ἐκεῖθεν μεταβαίνει εἰς Ἀντιόχειαν καὶ Δαμασκὸν καὶ ἀκολούθως εἰς ὅλην σχεδὸν τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν Λιβύην, καὶ περιέρχεται σχεδὸν ὅλην τὴν Ἀνατολήν, ζητῶν πανταχοῦ καὶ συνάγων τὰ ἄνθη τῆς ἀρετῆς, νομίζων πάντοτε τὸν ἑαυτόν του ἀτελῆ καὶ ἀρχάριον. Ἂς μὴ φανῇ δὲ παράδοξον εἴς τινα, ἐὰν ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Γεράσιμος περιῆλθε καὶ περιηγήθη τόσους τόπους, καθὼς φανερώνει ἡ ἱστορία του, διότι τοιοῦτος θεοφόρος καὶ θεόληπτος ἄνθρωπος, ὅστις ἔλεγεν ἀκαταπαύστως καὶ νοερῶς πρὸς τὸν Θεὸν μετὰ τοῦ Δαβὶδ «Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου» (Ψαλμ. ριη’ 105) δὲν ἦτο δυνατόν, λέγω, νὰ περιήρχετο ὡς πεπλανημένος καὶ ἀκατάστατος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἐποίησε τοῦτο καὶ περιήρχετο κατὰ νεῦσιν θείαν βέβαια καὶ βούλησιν· καὶ ἀπὸ ἄλλους μὲν ὠφελεῖτο καὶ προεβιβάζετο εἰς τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, καὶ ἄλλους πάλιν ὠφέλει αὐτὸς ὁ μακάριος καὶ τοὺς ἔβαλλεν εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς, καθὼς καὶ ἄλλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας περιῆλθον οὕτω διὰ νὰ ἴδωσι καὶ μάθωσι πολλὰς καὶ διαφόρους πολιτείας Μοναχῶν καὶ ἐρημιτῶν, καὶ ἀποκτήσωσιν ἀκριβῶς καὶ ἐντελῶς τὴν τῆς Μοναχικῆς πολιτείας τελειότητα.

    Ἔπειτα λοιπὸν ἀπὸ τοιαύτην κοπιαστικὴν κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους ὁδοιπορίαν καὶ πνευματικὴν καρποφορίαν, ἐπιστρέφει πάλιν ὁ Ἅγιος εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ φλεγόμενος πάντοτε ἀπὸ τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν γλυκύτατόν του Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ θέλων νὰ ἔχῃ ἀκαταπαύστως αἰτίαν αἰσθητὴν εἰς ἀνάμνησιν ἄπαυστον αὐτοῦ τοῦ ἀγαπητοῦ του Δεσπότου καὶ νὰ ἐντρυφᾷ νοερῶς καὶ νὰ ἀπολαμβάνῃ αὐτόν, ὅστις ἦτο τὸ μόνον ἀντικείμενον ὅλων του τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ἐφέσεων, ἠθέλησε νὰ ὑπηρετήσῃ εἰς αὐτὸν τὸν ζωοδόχον καὶ ζωοπάροχον Τάφον τοῦ Κυρίου μας ὡς κανδηλανάπτης ἐπὶ ἓν ἔτος ὁλόκληρον. Ἐδῶ λοιπὸν μετὰ ταῦτα ὡς κατηρτισμένος καὶ τετελειωμένος εἰς τὴν ἀρετὴν ὁ θεῖος Γεράσιμος, καὶ ἀπὸ τὴν θείαν Χάριν ἡγιασμένος καὶ εἰς τὸ Σχῆμα τὸ Ἀγγελικὸν περιβόητος, λαμπρύνεται πρεπόντως ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ μὲ τὸν ὑψηλὸν καὶ ὑπέρτιμον χαρακτῆρα τῆς Ἱερωσύνης, ὡς σκεῦος ἐξαίρετον ἐκλογῆς, εἰς διακονίαν τοσοῦτον φρικτὴν καὶ οὐράνιον, διὰ νὰ προσφέρῃ ἀμέσως καὶ πλησιέστερον εἰς τὸν Θεὸν τὴν ἀναίμακτον θυσίαν καὶ τὰς θερμάς του εὐχάς, θυσιάζων καθαρῶς καὶ ἀξίως ἐκεῖνον ὅστις δι’ ἀγάπην κατεδέξατο νὰ θυσιασθῇ διὰ τὴν τοῦ πλάσματος αὐτοῦ ζωὴν καὶ σωτηρίαν.

    Ὅθεν χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν τότε μακαριώτατον Πατριάρχην τῶν Ἱεροσολύμων Γερμανὸν [2] βαθμηδὸν καὶ κανονικῶς Ἱερεύς, καὶ συγκατοικεῖ μὲ τὸν αὐτὸν Πατριάρχην δώδεκα ἔτη ὁλόκληρα, ὑπηρετῶν μὲ τὴν προσήκουσαν ζέσιν καὶ μὲ τὴν ἀξιοπρεπῆ τῆς ἀρετῆς προκοπὴν καὶ ἐπίδοσιν. Περιττὸν δὲ εἶναι νὰ παραστήσωμεν μὲ λόγια, ὅτι μετὰ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης, τὸ ὁποῖον ἔλαβεν ὁ Ὅσιος, προσέθετο κόπους καὶ σκληραγωγίαν εἰς τὰς σκληραγωγίας, διότι ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ καθ’ ἑκάστην διατιθέμενος, ἔπρεπε βέβαια νὰ ἀγωνίζεται ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον, ἵνα φθάσῃ ἀσφαλῶς καὶ κατευοδωθῇ εἰς τὸν γαληνὸν λιμένα τῆς ἀπαθείας, εἰς τὸν ὁποῖον ἀπέβλεπον ὅλοι του οἱ σκοποὶ καὶ κόποι ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας· διότι ἐγίνωσκεν, ὅτι ἀφ’ οὗ φθάσῃ εἰς αὐτόν, ἔμελλε νὰ ἀπολαύσῃ καὶ προλαβόντως εἰς ταύτην τὴν φθαρτὴν καὶ πρόσκαιρον ζωὴν πολὺ μέρος ἐξ ἐκείνης τῆς ἀρρήτου καὶ ἀνεκλαλήτου ἀγαλλιάσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡτοιμασμένη εἰς τοὺς ἀληθεῖς ἐργάτας τῆς ἀρετῆς καὶ εἰς ὅσους ὑπηρέτησαν πιστὰ καὶ μὲ ταπείνωσιν εἰς τὸν μυστικὸν ἀμπελῶνα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν πρώτην ὥραν τῆς ἡμέρας, χωρὶς νὰ φθονήσωσι τοὺς μετὰ ταῦτα ἐλθόντας.

    Οὕτω λοιπὸν πολιτευόμενος ὁ Ἅγιος καὶ ἀγωνιζόμενος ἀόκνως καὶ ἀκολουθῶν κατὰ πάντα τὸν θεῖον Ἀπόστολον Παῦλον, ὅστις γράφει εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους· «Ἀδελφοί, ἐγὼ ἐμαυτὸν οὔπω λογίζομαι κατειληφέναι· ἓν δέ, τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος» (Φιλιπ. γ’ 13-14), δὲν ἐθεώρει τοὺς παρελθόντας κόπους καὶ μόχθους του διὰ τὴν ἀρετήν, ἀλλὰ ἐγίνωσκεν, ὅτι ὅσοι τρέχουσιν εἰς τὸ στάδιον διὰ νὰ φθάσωσιν εἰς τὸν σκοπὸν καὶ νὰ λάβωσι τὸ βραβεῖον, δὲν θεωροῦσιν ὀπίσω των διὰ νὰ ἴδωσι πόσον διάστημα διέτρεξαν, ἀλλὰ θεωροῦσι πάντοτε εἰς τὰ ἔμπροσθέν των, καὶ τόσον προθυμότεροι γίνονται, ὅσον βλέπουσιν ὅτι πλησιάζουσιν ἐκεῖ ὅπου κεῖται τὸ βραβεῖον· καὶ λοιπὸν ἔλαβε πόθον ὁ Ἅγιος νὰ ὑπάγῃ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, διὰ νὰ προσκυνήσῃ καὶ ἐκεῖ. Ὅθεν μὲ τὴν ἄδειαν τοῦ Πατριάρχου καὶ Γέροντός του ἀπῆλθε καὶ διέτριψεν ἐκεῖ ἡμέρας ἱκανάς, καὶ ἐξιστόρησε καὶ ἀπήλαυσεν ἐκείνους τοὺς πέριξ τόπους τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἠγωνίσθησαν καὶ ἔλαμψαν τόσοι θεοφόροι Πατέρες ἡμῶν, οἱ ὁποῖοι καὶ μετῆλθον καὶ ἐδίδαξαν ἐντελῶς τὴν ἰσάγγελον πολιτείαν καὶ ἀσκητικὴν ζωήν.

    Ἐκεῖ εὑρισκόμενος ὁ μακάριος Γεράσιμος ἠξιώθη, καθὼς καί τινες ἄλλοι Ἅγιοι, τοῦ θεοδωρήτου χαρίσματος τῆς τεσσαρακονθημέρου νηστείας, ἤτοι νὰ μείνῃ χωρὶς φαγητὸν καὶ χωρὶς ποτὸν τεσσαράκοντα ὁλοκλήρους ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας, καὶ μὲ τοῦτο νὰ θαυμασθῇ καὶ οὗτος καὶ νὰ φανερωθῇ καθ’ ὁλοκληρίαν πρότυπον ἐντελέστατον τῆς κατὰ Χριστὸν τελειοτάτης πολιτείας καὶ κατοικητήριον προσφυέστατον τῆς θείας Χάριτος, νὰ δείξῃ δὲ καὶ οὗτος ὁ νεοφανὴς τῆς Ἐκκλησίας μας φωστήρ, ὅτι «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτός, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ’ 8)· ἔτι δὲ ὅτι ἡ θεία Χάρις δίδεται καὶ τώρα καὶ πάντοτε, εἰς ὅσους μὲ πίστιν εἰλικρινῆ καὶ ἄδολον καὶ μὲ ταπείνωσιν πνεύματος τὴν ζητήσωσι, καθὼς πρέπει, καὶ ἀκολουθήσωσι πιστῶς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, διότι εἶναι ἀψευδὴς ἡ ἐπαγγελία τοῦ Κυρίου ἡ λέγουσα· «Ἰδοὺ ἐγὼ μὲθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη’ 20).

    Δὲν πταίουσιν λοιπὸν οἱ καιροὶ καὶ οἱ αἰῶνες, εἰς τοὺς ὁποίους ζῶμεν, ἀλλ’ ἡ κακή μας προαίρεσις, ἡ ὀλίγη μας πίστις εἰς αὐτὸν καὶ ἡ ἀγνωσία μας, διότι προκρίνομεν τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα καὶ ἀπατηλὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, ἀπὸ τὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια, διότι εἴμεθα ποοσηλωμένοι ὅλως εἰς ταῦτα, τὰ ὁποῖα μᾶς κεντῶσι μόνον τὰς αἰσθήσεις, τὰ δὲ οὐράνια, τὰ νοητὰ καὶ τὰ αἰώνια οὐδόλως ἐνθυμούμεθα, οὐδόλως τὰ φανταζόμεθα, καὶ εἰς τοιούτου εἴδους ψυχὰς καὶ καρδίας θεία Χάρις δὲν δύναται νὰ κατοικήσῃ, καθὼς εἶπε καὶ ὁ Θεὸς εἰς τὸν Νῶε· «Οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας» (Γεν. ϛ’ 3)· καὶ ὅπου δὲν εὑρίσκεται θεία Χάρις, ἐκεῖ βέβαια ἀρετὴ ἀληθῶς δὲν δύναται νὰ κατορθωθῇ καθὼς ὁ ἴδιος λέγει· «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. ιε’ 5)· ἀλλὰ οὗτος καὶ ἐζήτησε μὲ ὅλον τὸν πόθον καὶ μὲ ὅλην τὴν ζέσιν τῆς ψυχῆς του τὸν Θεόν, καὶ ἐξεπλήρωσεν ἀόκνως καὶ μὲ σταθερότητα τὴν θείαν του θέλησιν, καὶ μὲ τὴν ἀληθῆ καὶ πρέπουσαν εἰς ἕνα πλάσμα ταπείνωσιν ψυχῆς καὶ καρδίας ἐζήτησε τὴν θείαν του Χάριν, καὶ διὰ τοῦτο ἠξιώθη νὰ δοξασθῇ ἀπὸ αὐτόν, καὶ νὰ χαριτωθῇ μὲ τὰς δωρεὰς καὶ τὰ χαρίσματα τὰ λαμπρότερα καὶ μεγαλύτερα ἀπὸ τὴν αὐτὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ πιστωθῇ εἰς αὐτὸν ἡ ἀψευδὴς ὑπόσχεσις τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ὅστις εἶπεν· «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰωάν. ιδ’ 12).

    Ἔρχεται μετὰ ταῦτα λοιπὸν πάλιν ὁ θεῖος οὗτος Πατὴρ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὡς Ἄγγελος σαρκοφόρος καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος, καὶ μετ’ ὀλίγον καιρόν, κινούμενος βέβαια ἀπὸ τὴν ἐνοικοῦσαν εἰς αὐτὸν θείαν Χάριν, ἡ ὁποία, κατὰ τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, τὸν εἶχε διωρισμένον διὰ νὰ τὸν χαρίσῃ ὡς οὐράνιον δῶρον καὶ ὡς θησαυρὸν ἀσύλητον καὶ προστάτην ἰσχυρότατον εἰς τὴν νῆσον τῆς Κεφαλληνίας, ζητεῖ συγχώρησιν καὶ ἄδειαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχην καὶ Γέροντά του, τὸν μακαριώτατον Γερμανόν, ὅστις ἐγνώρισεν ἐντελῶς καὶ ἐννόησε τὸν βαθμὸν τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος τοῦ Ὁσίου τούτου, καὶ ἦτο πεπληροφορημένος, διότι ὅλα του τὰ κινήματα καὶ οἱ στοχασμοὶ εἰς μόνον τὸν Θεὸν ἀπέβλεπον καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν διηυθύνοντο, καὶ τοῦ ἔδωκεν ἐλευθερίαν καὶ ἄδειαν νὰ πορευθῇ ὅπου ἡ θεία Χάρις τὸν ὁδηγήσῃ καὶ τὸν ἔχῃ διωρισμένον, διὰ νὰ ὠφεληθῶσι καὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτόν.

    Ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα λοιπὸν ὁ Ὅσιος μεταβαίνει εἰς Κρήτην, καὶ ἀφ’ οὗ ἀνεπαύθη ἐκεῖ ὀλίγον καιρὸν ἔρχεται πάλιν εἰς τὴν Ζάκυνθον, καὶ ἀναβαίνων εἰς τὰ βουνὰ ἐκείνης τῆς νήσου, τὰ ὁποῖα εἶναι κατὰ τὸ μέρος τῆς δύσεως, εὑρίσκει ἐκεῖ πλησίον εἰς τὴν θάλασσαν σπήλαιον, εἰς τόπον κρημνώδη καὶ πολὺ δύσβατον, εἰς τὸ ὁποῖον ἔμεινε, πέντε ἔτη· ἵστατο δὲ ἐκεῖ ἀσκητεύων καὶ τὴν ἀρετὴν προθύμως καὶ ἀόκνως ἐργαζόμενος, καὶ μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ νοερῶς προσομιλῶν καὶ συνευρισκόμενος. Ἡ ἀγριότης τῆς σκληρᾶς ἐκείνης καὶ δυσβάτου τοποθεσίας, ἥτις ἕως τῆς σήμερον διατηρεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου, δίδει εἰς πάντα νὰ ἐννοήσῃ ἐμπράκτως, χωρὶς τὰ ἐξηγηθῇ μὲ λόγια, ὁποία ἦτο ἡ ἰσάγγελος καὶ ἡ ὑπεράνθρωπος ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Ὁσίου τούτου. Εἰς ὅλον λοιπὸν τὸ διάστημα τῶν πέντε ἐτῶν, τὰ ὁποῖα διῆλθεν εἰς ἐκεῖνο τὸ σπήλαιον, δὲν ἦτο ἄλλο ἡ τροφή του εἰμὴ μόνον κολοκύνθη βρασμένη χωρὶς ἅλας καὶ ὄσπρια βεβρεγμένα εἰς τὸ ὕδωρ διῆλθε δὲ τοιαύτην σκληραγωγίαν, κατὰ μίμησιν προκρίτων τινῶν καὶ παλαιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας Ἁγίων, καὶ μάλιστα τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, χωρὶς νὰ μεταχειρισθῇ εἰς τὸ φαγητόν του τελείως ἄρτον εἰς διάστημα ἐτῶν ὁλοκλήρων τριάκοντα, καὶ τοῦτο μέρος μὲν πρὸ τῆς οἰκοδομῆς τῆς σεβασμίας Μονῆς του εἰς τὴν νῆσον Κεφαλληνίας, μέρος δὲ πρότερον, εἰς τὸν καιρὸν τῆς διατριβῆς του εἰς ἄλλους τόπους, καὶ μέρος μετὰ ταῦτα.

    Πόσην δὲ ἔκπληξιν στοχάζεσθε νὰ προὐξένει εἰς ὅλους ἡ ἰσάγγελος πολιτεία τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ περίφημος φήμη του; πόσην πνευματικὴν εὐφροσύνην καὶ πόσην ψυχικὴν ὠφέλειαν εἰς πολλούς; Αὐτὸς ὅμως ὡς δοχεῖον σεπτὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ καθαρὸν κατοικητήριον τῆς θείας Χάριτος εἶχε μεθ’ ἑαυτοῦ ἀχώριστον σύντροφον τὴν ἀρετήν, καὶ καλὰ ἐρριζωμένην εἰς τὴν ψυχήν του τὴν ὑψοποιὸν ταπείνωσιν, ἥτις εἶναι ὁ μόνος καὶ ἀληθὴς φύλαξ αὐτῆς τῆς ἀρετῆς, καὶ αὐτὴ μόνη δύναται νὰ προσάγῃ τὸ πλάσμα εἰς τὸν Πλάστην του. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἅγιος, γνωρίζων τὰς πολυποικίλους παγίδας τοῦ διαβόλου καὶ θέλων νὰ ἀποφύγῃ τὰ νοήματα τῆς οἰήσεως, ἀπεφάσισε νὰ ἀναχωρήσῃ καὶ ἐκεῖθεν. Εἰς ταύτην δὲ τὴν ἐποχὴν τῆς ὑπὲρ ἄνθρωπον ζωῆς καὶ πολιτείας τοῦ Ἁγίου φθάσαντες, εὐλογημένοι Χριστιανοί, πρέπει βέβαια καὶ νὰ θαυμάσωμεν τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ, καὶ συγχρόνως χρεωστικῶς νὰ δοξάσωμεν καὶ νὰ εὐχαριστήσωμεν τὴν ἄκραν του εὐσπλαγχνίαν καὶ συμπάθειαν εἰς ἡμᾶς, διότι εἶχε διωρισμένον καὶ ἔστειλεν εἰς τὴν Κεφαλληνίαν ἕνα τοιοῦτον θεόληπτον καὶ θεοφόρον ἄνδρα, διὰ νὰ πλουτίσῃ αὐτὴν μὲ τὰς χάριτας τῶν ἀρετῶν του καὶ νὰ τὴν εὐεργετήσῃ μὲ τὰς δωρεὰς τῶν θαυμάτων του, καὶ διὰ νὰ τὸν ἀποκτήσῃ αὕτη παντοτεινὸν προστάτην καὶ μεσίτην πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἄκραν εὐσπλαγχνίαν.

    Ἀναχωρήσας λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον ὁ Ἅγιος ἔρχεται τέλος εἰς τὴν νῆσον Κεφαλληνίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ηὐδόκησεν ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ ἐγκατασταθῇ καὶ ταμιευθῇ διὰ παντὸς καὶ νὰ γίνῃ προστάτης φύλαξ καὶ φρουρὸς αὐτῆς ἑτοιμότατος καὶ σωστικὸς ἀντιλήπτωρ. Φθάσας λοιπὸν εἰς τὴν Κεφαλληνίαν, ἐξέλεξε διὰ κατοίκησίν του μικρὸν σπήλαιον εἰς τόπον τινὰ ἐπάνωθεν τῆς χώρας τοῦ Ἀργοστολίου, καλούμενον κοινῶς Σπήλια, καθὼς ὀνομάζεται καὶ τὸ ἐκεῖ πλησίον ἕως τοῦ νῦν εὑρισκόμενον χωρίον. Εἰς τὰ Σπήλια κατῴκησεν ὁ Ἅγιος μῆνας ἕνδεκα, τὸ σπήλαιον δὲ τοῦτο διατηρεῖται μέχρι τῆς σήμερον καὶ φυλάττει ὅλα τὰ σημεῖα τῆς εἰς αὐτὸ κατοικήσεως τοῦ Ἁγίου, εἰς αὐτὸ δὲ ὕστερον οἱ Χριστιανοί, εἰς δόξαν τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου καὶ διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν εὐλάβειαν, πρὸς τὸ βόρειον μέρος τοῦ αὐτοῦ σπηλαίου, ἵδρυσαν Ναΰδριον, καὶ πρὸς τὸ νότιον μέρος φαίνεται ἡ στρωμνὴ τοῦ Ἁγίου, πεπαλαιωμένη εἰς τὴν πέτραν, καὶ ἄλλα σημεῖα τῆς κατοικήσεώς του.

    Εἰς τὸ Ναΰδριον αὐτὸ καὶ εἰς τὸ σπήλαιον συνάγονται ἀρκετοὶ Χριστιανοὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ ἑορτάζουσι τὴν πανήγυριν τοῦ Ἁγίου δὶς τοῦ ἔτους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν προσέρχονται διάφοροι Χριστιανοὶ ἐντόπιοι καὶ ξένοι εἰς προσκύνησιν, καὶ οὕτω διασῴζεται σταθερὰ καὶ ζωντανὴ ἡ μνήμη τῆς διατριβῆς τοῦ Ἁγίου εἰς ἐκεῖνο τὸ σπήλαιον.

    Ἐπειδὴ δὲ ὁ τόπος αὐτὸς εὑρίσκεται, ὡς εἴπομεν, εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἀργοστολίου, καὶ ἡ θαυμασία καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον ζωὴ καὶ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου δὲν ἠδύνατο νὰ μείνῃ κεκρυμμένη διὰ πολὺν καιρόν, διὰ τοῦτο διεδόθη ταχέως ἡ φήμη του καὶ συνέτρεχον εἰς αὐτὸν πολλοὶ ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες· ὅθεν εἶδεν ὁ Ἅγιος ὅτι ἦτο ἀδύνατον εἰς αὐτὸν νὰ ἀπολαμβάνῃ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον τὴν ποθουμένην του ἡσυχίαν, καὶ ἑπομένως νὰ συνευρίσκηται καὶ νὰ συνομιλῇ νοερῶς μὲ τὸν ποθούμενόν του Χριστόν, νὰ χαίρῃ πνευματικῶς καὶ νὰ εὐφραίνηται ἡ ψυχή του τὴν ἄρρητον ἐκείνην καὶ ἀνεκλάλητον χαράν, τὴν ὁποίαν ἔμελλε νὰ ἀπολαύσῃ πραγματικῶς εἰς τὴν ὑπερκόσμιον καὶ αἰώνιον Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν· ὅθεν ἐμελέτησε νὰ ἀναχωρήσῃ ἐκεῖθεν καὶ νὰ ἐρευνήσῃ νὰ εὕρῃ τόπον ἥσυχον καὶ ἀτάραχον κατὰ τὴν ἔφεσίν του· ὁ δὲ Κύριος, ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτῶν, ᾠκονόμησε τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς κατὰ Θεὸν ἐπιθυμίας του, καὶ ἀκούσατε τὸν τρόπον τῆς μεταβάσεως τοῦ Ἁγίου εἰς τὴν περιοχὴν τὴν λεγομένην τῶν Ὁμαλῶν.

    Κατ’ ἀρχαίαν παράδοσιν σταθερὰν καὶ ἀναμφίβολον, μεταδοθεῖσαν διαδοχικῶς καὶ εἰς ἡμᾶς, ὁ τόπος ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκεται τὴν σήμερον ἡ οἰκοδομὴ τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, ἤτοι τὰ Ὁμαλά, ἦτο ἄγριος καὶ ἀκαλλιέργητος, καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ τοποθεσία καὶ τὰ πέριξ ἦσαν δάσος, ἄντικρυ δὲ αὐτοῦ εἰς ὑψηλοτέραν τοποθεσίαν ἦτο τὸ χωρίον τὸ λεγόμενον Βαλσαμᾶτα, τὸ ὁποῖον καὶ μέχρι σήμερον διατηρεῖται μὲ τὸ αὐτὸ ὄνομα. Εἰς αὐτὸ λοιπὸν τὸ χωρίον ἦτο Ἱερομόναχός τις ὀνόματι Γεώργιος [3] ὁ Βάλσαμος, ὅστις εἶχε δύο ἀδελφὰς παρθένους, αἱ ὁποῖαι διήρχοντο ζωὴν καλογηρικήν. Εἶχε δὲ αὐτὸς ὁ Ἱερομόναχος καὶ Ἐκκλησίαν εἰς τὸ ἄνωθεν χωρίον, εἰς τὴν ὁποίαν ἐφημέρευε καὶ ἐδούλευε τὸν Θεὸν ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ τὰς ἀδελφάς του. Ἐκεῖθεν ἐφαίνετο καθαρὰ ὁ τόπος εἰς τὸν ὁποῖον, ὡς εἴπομεν, εἶναι τώρα τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου.

      Ἐν μιᾷ λοιπὸν τῶν νυκτῶν, ἐν ᾧ ἐπήγαινεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του ὁ ρηθεὶς Ἱερομόναχος Γεώργιος διὰ τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ὄρθρου, εἶδε φῶς εἰς τὸν ρηθέντα λόγγον. Κατὰ πρώτην φορὰν λοιπὸν καὶ δευτέραν δὲν ἐπρόσεξεν εἰς τὸ φαινόμενον τοῦτο· ἀλλ’ ἀφ’ οὗ ἠκολούθησε νὰ τὸ ἴδῃ πολλάκις, τότε ἐξ ἀνάγκης ἦλθεν εἰς περιέργειαν νὰ ὑπάγῃ τὴν ἡμέραν, διὰ νὰ ἐρευνήσῃ εἰς τὸν αὐτὸν λόγγον καὶ νὰ ἰδῇ τὶ ἠδύνατο νὰ εὕρῃ ἢ νὰ ἰδῇ περὶ τούτου τοῦ φαινομένου. Μετέβη λοιπὸν καὶ ἠρεύνησεν εἰς τὴν τοποθεσίαν εἰς τὴν ὁποίαν τὴν σήμερον εἶναι ἡ παλαιὰ ἐν τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Ἐκκλησία, ἡ τιμωμένη εἰς τὸ ὄνομα τῆς Κοιμήσεως τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἔνθα εἶναι καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου, καὶ ἐπάνωθεν τοῦ τάφου εἶναι ἡ σορός, ἡ περικλείουσα τὸ ἅγιον καὶ θαυματουργὸν αὐτοῦ λείψανον· καὶ εὗρεν ἐκεῖ ὁ αὐτὸς Ἱερομόναχος Γεώργιος ἐντὸς κρύπτης τινὸς μίαν ἁγίαν Εἰκόνα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

      Μετὰ τὴν εὕρεσιν τῆς ἁγίας ταύτης Εἰκόνος ὁ αὐτὸς Ἱερομόναχος ᾠκοδόμησεν ὡς ἠδυνήθη μικρὰν Ἐκκλησίαν εἰς τὸν τόπον αὐτὸν, ὅπου εὑρέθη ἡ ἁγία Εἰκὼν καὶ ἐφημέρευεν εἰς αὐτὴν ὁ ἴδιος. Κατέβησαν δὲ ἀπὸ τὸ ἄνωθεν χωρίον Βαλσαμᾶτα καὶ αἱ ἀδελφαί του, αἵτινες ἠσκήτευον εἰς αὐτὸ τὸ Ἐκκλησίδιον, χωρὶς νὰ ἐννοοῦν ἀκόμη αἱ εὐλογημέναι γυναῖκες, οὔτε ἄλλος τις, ὅτι τοῦτο ἐστάθη ἔργον ὑπερφυὲς καὶ θαῦμα τῆς θείας Χάριτος, τὸ ὁποῖον προεμήνυε καὶ προητοίμαζε τὸν τόπον διὰ τὸν Γεράσιμον, τὸν παρ’ αὐτῆς διορισθέντα προστάτην τῆς νήσου Κεφαλληνίας, ὅστις ἐκεῖ ἔμελλε νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν κατάπαυσιν τῆς ἀποδημίας του καὶ ἐκεῖθεν ἔμελλε νὰ πετασθῇ καὶ νὰ πορευθῇ εἰς τὸν ποθούμενόν του γλυκύτατον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ εἰς τὰς αἰωνίους ἀναπαύσεις τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τὴν ὁποίαν ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας μόνην ἐπεπόθει καὶ διὰ τὴν ὁποίαν ὑπέφερε γενναίως καὶ σταθερῶς τόσους κόπους καὶ μόχθους εἰς ταύτην τὴν φθαρτὴν καὶ πρόσκαιρον ζωήν, καὶ ὅτι τέλος ἐκεῖνος ἦτο ὁ τόπος, ὁ διωρισμένος παρὰ τῆς θείας Προνοίας καὶ ἀγαθότητος, εἰς τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ ταμιευθῇ καὶ νὰ διατηρηθῇ τὸ ἅγιον λείψανόν του ὡς θησαυρὸς ἀδαπάνητος τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, εἰς τοὺς μετὰ πίστεως εἰλικρινοῦς προστρέχοντας εἰς αὐτό.

    Διεδόθη λοιπὸν ἡ φήμη τοῦ συμβεβηκότος τούτου, περὶ τῆς εὑρέσεως δηλαδὴ τῆς ἄνωθι ἁγίας Εἰκόνος εἰς ὅλην τὴν νῆσον. Ὅθεν συνέτρεχον πολλοὶ ἀπὸ ὅλα σχεδὸν τὰ μέρη της, ἄλλοι μὲν ἀπὸ περιέργειαν κινούμενοι καὶ ἄλλοι ἀπὸ εὐλάβειαν διὰ νὰ προσκυνήσωσι τὴν ἁγίαν Εἰκόνα, ἡ ὁποία μὲ τοιοῦτον παράδοξον τρόπον ἐφανερώθη. Ἤκουσε δὲ τὸ συμβὰν τοῦτο καὶ ὁ Ὅσιος, ἐκεῖ ὅπου εἴπομεν ὅτι ἠσκήτευεν εἰς τὸ σπήλαιον, καὶ κινούμενος βέβαια ἀπὸ τὴν θείαν Χάριν, ἥτις, ὡς ἔνοικος εἰς αὐτόν, τὸν ὡδήγει εἰς πᾶν κίνημα, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγη καὶ αὐτὸς διὰ νὰ ἴδῃ καὶ νὰ ἐρευνήσῃ, ἐὰν ἠδύνατο νὰ εὕρῃ τόπον ἥσυχον καὶ ἀτάραχον κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν του, διὰ νὰ λατρεύῃ μόνος τὸν Θεόν, ἐπειδὴ εἰς τὰ Σπήλια ὅπου ἔμενε, ἐννόησε μὲ τὴν δοκιμήν, ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ ἀπολαμβάνῃ αὐτὴν τὴν ἡσυχίαν, ὄντος τοῦ τόπου ἐκείνου, ὡς εἴπομεν, πλησίον εἰς τὴν χώραν.

    Φθάσαντος λοιπὸν τοῦ Ἁγίου εἰς τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον εὑρέθη ἡ ρηθεῖσα ἁγία Εἰκών, αἱ προαναφερθεῖσαι ἀδελφαὶ τοῦ Ἱερομονάχου, εὐθὺς ὡς εἶδον τὸ ἀγγελικὸν καὶ σεβάσμιον πρόσωπον καὶ σχῆμά του καὶ ἤκουσαν τὰ γλυκύρροα λόγια του, ἐννόησαν εὐθύς, ὅτι αὐτὸς ἦτο ἄνθρωπος θεοφόρος καὶ σκεῦος τῆς θείας Χάριτος. Ὅθεν μὲ ὅλον τὸν πόθον καὶ ζέσιν τῆς ψυχῆς των λέγουσι πρὸς τὸν Ἅγιον· «Ἐλθέ, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, νὰ μονάσῃς εἰς τοῦτον τὸν τόπον καὶ ἡμεῖς νὰ σὲ κάμωμεν Πνευματικὸν πατέρα μας καὶ νὰ σοῦ ὑποτασσώμεθα ὡς τέκνα εὐπειθέστατα ἐφ’ ὅρου ζωῆς μας, καὶ οὕτω καὶ ἡμεῖς αἱ ταλαίπωροι νὰ ὁδηγηθῶμεν διὰ μέσου σου καὶ νὰ εὕρωμεν τὴν ἀπλανῆ ὁδὸν τῆς σωτηρίας, καὶ ἡ ὁσιότης σου νὰ ἀπολαμβάνῃς, τὴν ποθουμένην εἰς σὲ ἡσυχίαν». Ὁ Ἅγιος εἶπε πρὸς αὐτάς· «Καὶ πῶς νὰ ἔλθω; μήπως ὁ ἀδελφός σας ὁ Ἱερομόναχος μὲ θέλει;». Αὐταὶ πάλιν τοῦ λέγουσιν· «Αὐτὸς σὲ θέλει, καὶ θέλει μείνει εὐχαριστημένος εἰς τοῦτο». Καὶ λοιπὸν λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος εἰς αὐτάς· «Ἐὰν ὁ ἀδελφός σας μὲ θέλῃ τῇ ἀληθείᾳ ἂς βεβαιώσῃ τοῦτο ἐγγράφως, καὶ ἐγὼ τότε νὰ ἔλθω ἐδῶ νὰ κατοικήσω καὶ νὰ καλλιεργήσω τὸν τόπον καὶ νὰ κάμω ὅσον περισσότερον καλὸν δυνηθῶ». Αὐταὶ λοιπὸν μὲ προθυμίαν φανερώνουσι τὸν σκοπὸν τοῦ Ἁγίου εἰς τὸν ἀδελφόν των Ἱερομόναχον, καὶ τὸν παρακινοῦσι θερμῶς νὰ παραιτήσῃ ἐγγράφως τὴν τοποθεσίαν αὐτὴν «καὶ τὸν λόγγον εἰς τὸν παπᾶν Γεράσιμον τὸν ξένον», οὕτως ἔλεγεν αὐτολεξεὶ τὸ προαναφερθὲν μεταβιβαστικὸν ἔγγραφον σῳζόμενον μὲ τὸ βρεβίον τοῦ αὐτοῦ Μοναστηρίου, διὰ νὰ τὸν κυριεύῃ καὶ ἐξουσιάζῃ καὶ νὰ τὸν καλλιεργήσῃ ὅπως καλύτερα τοῦ φανῇ, καὶ μετὰ τὸν θάνατόν του νὰ τὸν διορίσῃ κατὰ τὴν ἀρέσκειάν του.

      Ἐγκατασταθεὶς ὁ Ἅγιος εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἤρχισε νὰ καθαρίζῃ αὐτόν, νὰ φυτεύῃ δένδρα, ἐλαίας καὶ ἀμπελῶνα, ἕως ὅτου ἔφθασεν εἰς τὸ σύνορον, πέραν τοῦ ὁποίου ἦτο ἀγρὸς τοῦ προαναφερθέντος Ἱερομονάχου Γεωργίου, ἐκεῖ δὲ ἔσκαψεν ἰδιοχείρως, καθὼς ἔχομεν παράδοσιν σταθεράν, καὶ τὸ πηγάδιον, τὸ ὁποῖον ἕως τῆς σήμερον εὑρίσκεται ἐκεῖ καὶ διατηρεῖ τὸ ὄνομά του, καὶ μὲ ὅλον ὅτι εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν τῶν Ὁμαλῶν δὲν εὑρίσκεται πηγάδιον ἀναβρυτικόν, διότι ἡ τοποθεσία αὕτη δὲν τὸ ἐπιτρέπει, αὐτὸ ὅμως τὸ πηγάδιον ἀενάως πηγάζει ὕδωρ πλουσιοπάροχον, καὶ δὲν μένει ποτὲ χωρὶς ὕδωρ, εἰς καιρὸν μάλιστα ἀνομβρίας, ὅταν μένωσιν ἐστερημένα ἀπὸ νερὸν τὰ ἄλλα μέρη τῆς αὐτῆς περιοχῆς τῶν Ὁμαλῶν, τὸ πηγάδιον αὐτὸ τοῦ Ἁγίου χορηγεῖ πλουσιοπαρόχως ὕδωρ καὶ διὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς αὐτῆς περιοχῆς καὶ δι’ ὅλα τὰ ζῷα των, τὸ ὁποῖον συνέβη ὄχι ὀλίγας φοράς, καθὼς εἶναι πασίδηλον καὶ ὁμολογούμενον ἀπὸ ὅλους κοινῶς.

      Εἰς αὐτὸ τὸ πηγάδιον προσέτι ἀκολουθεῖ καὶ ἄλλο θαυμάσιον, τὸ ὁποῖον ὑπερβαίνει πάντα λόγον φυσικόν, καὶ ὅπερ εἴδομεν καὶ ἡμεῖς ὀφθαλμοφανῶς καὶ πολλοὶ πολλάκις τὸ εἶδον καὶ τὸ ὁμολογοῦσι φανερὰ καὶ κοινῶς, καθ’ ὅτι, ἐν ᾧ θέτουσιν οἱ βαστάζοντες Ἱερεῖς τὴν σορὸν μετὰ τοῦ ἁγίου λειψάνου διὰ νὰ γίνῃ ἡ συνήθης αἴτησις εἰς τὴν λιτανείαν, τὴν ὁποίαν ἀνέκαθεν κάμνουσιν εἰς τὰς δύο ἑορτὰς τοῦ Ἁγίου, τὸ ὕδωρ ἀναβαίνει ἕως τοῦ χείλους τοῦ αὐτοῦ πηγαδίου καὶ ὅταν αἴρωσιν ἐκεῖθεν τὸ ἅγιον λείψανον καταβαίνει τὸ ὕδωρ εἰς τὴν συνηθισμένην του θέσιν· πολλοὶ ὅμως προφθάνουσι καὶ λαμβάνουσιν ὕδωρ ἢ εἰς ἀγγεῖον, ἢ μὲ τὰς χεῖρας, ἢ βρέχουσι κανὲν μανδήλιον, καὶ τὸ συμβεβηκὸς τοῦτο κρατεῖται ὡς ἀναμφίβολον ἀπὸ ὅλους, καὶ διότι ἔγινε πολλάκις, ὡς εἴπομεν, καὶ διότι βλέπεται εὐθὺς ἀπὸ πολλούς. Τοῦτο τὸ θαῦμα δὲν συμβαίνει, ὡς εἴπομεν, πάντοτε καὶ διὰ τοῦτο ἀμφιβάλλουσι πολλοί, καὶ λέγουσι· «Πῶς δὲν τὸ εἶδα καὶ ἐγώ, ἐν ᾧ ἐπῆγα ἐπὶ τούτῳ πλησίον εἰς τὸ πηγάδιον, κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς λιτῆς καὶ τῆς ἐναποθέσεως τοῦ ἁγίου λειψάνου ἐπάνω εἰς τὸ πηγάδιον;». Καὶ ἄλλος τοῦ ἀποκρίνεται· «Διὰ τὴν ἀπιστίαν τινῶν, ὡς σύ, οἵτινες περιεργάζεσθε τὴν πίστιν, ἡ θεία Πρόνοια, δι’ ὅσους λόγους αὐτὴ μόνη γνωρίζῃ, δὲν συγχωρεῖ νὰ ἀκολουθῇ αὐτὸ πάντοτε, ἀλλ’ ὄχι καὶ διότι δὲν τὸ εἶδες σὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου, ἕπεται ὅτι δὲν συμβαίνει».

    Ὅμως «Μηδεὶς εἰσέλθῃ πειράζων τὴν πίστιν τὴν ἀμώμητον», ὡς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἡμεῖς ὁμιλοῦμεν μὲ τοὺς πιστούς, καὶ ἀκολουθοῦμεν τὸν λόγον τοῦ θείου Παύλου· «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς, ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. γ’ 10-11)· ὅθεν ἀφήνοντες καὶ ἡμεῖς τοὺς τοιούτους, ἐπαναλαμβάνομεν τὴν διήγησίν μας.

    Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἅγιος ἤρχισε τοιουτοτρόπως καὶ προεχώρει εἰς τὴν καλλιέργησιν τῆς ἀγρίας καὶ ἀκάρπου ἐκείνης τοποθεσίας, ὁ μισόκαλος διάβολος, ἐξ εἰκασίας ἴσως φοβούμενος τὸ ἀποβησόμενον, καὶ ὅτι ἐκεῖνος ὁ τόπος μὲ τὸ μέσον τοῦ Ἁγίου ἔμελλε νὰ γίνῃ εἰς ὀλίγον καιρὸν τόπος ἱερὸς καὶ ἅγιος, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ δοξολογῆται ἀξίως καὶ ἀκαταπαύστως ὁ Ὕψιστος Θεὸς καὶ νὰ εὐαρεστήσωσιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ σωθῶσι πολλαὶ ψυχαί, ἔτριζε τοὺς ὀδόντας του κατὰ τοῦ Ἁγίου· ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν ἠδύνατο κατ’ εὐθεῖαν νὰ πλησιάσῃ εἰς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ἐνοχλήσῃ, διότι ὁ Ὅσιος μὲ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἤδη εὐάρεστον πολιτείαν καὶ διαγωγήν του ἦτο ὅλος πλήρης θείας Χάριτος καὶ κατεστημένος ἔμψυχον δοχεῖον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ τοῦτο σπείρει ζιζάνια καὶ ζηλοτυπίαν εἰς τὸν προρρηθέντα Ἱερομόναχον Γεώργιον, ὅστις, ἀφ’ οὗ εἶδε τὸν τόπον αὐτὸν οὕτω καλλιεργημένον καὶ καρποφοροῦντα, μετενόησεν ὅτι τὸν ἐχάρισεν εἰς τὸν Ἅγιον, ἐρεθιζόμενος εἰς τοῦτο καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους χωρικοὺς καὶ γείτονας, ἐκ συνεργείας βέβαια τοῦ μισοκάλου, διὰ νὰ ἐμποδίσῃ τὸ μέλλον πνευματικὸν ἀγαθὸν καὶ διὰ νὰ λυπήσῃ καὶ τὸν Ἅγιον· ὅθεν ὅλοι οἱ γείτονες, καὶ ἐξόχως ὁ ρηθεὶς Ἱερομόναχος, ἐκίνησαν πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ ἐνοχλήσεις ἐναντίον τοῦ Ἁγίου.

    Ὁ μακάριος ὅμως Γεράσιμος, ὡς ἔμπειρος εἰς τὰς μηχανὰς τοῦ διαβόλου, γνωρίζων, ὅτι ὃλα ταῦτα προήρχοντο ἀπὸ τὴν συνέργειαν καὶ παρακίνησιν τοῦ μισοκάλου αὐτοῦ, διὰ νὰ ἐμποδίσῃ τὸ πνευματικὸν καλόν, τὸ ὁποῖον ἔβλεπεν ὅτι ἔμελλε νὰ κατορθωθῇ, δὲν ἐταράχθη παντελῶς, μήτε ἠμέλησε τὴν θεάρεστον ἐργασίαν του, ἀλλὰ νοερῶς προσευχόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν Θεόν· «Σύ, Κύριε, ὁ κατευθύνας με καὶ ὁδηγήσας με εἰς τὸν τόπον τοῦτον, ἐὰν ἡ ἐργασία μου αὕτη εἶναι ἀρεστὴ εἰς σέ, σὺ ἠξεύρεις καὶ δύνασαι νὰ διασκεδάσῃς πάσας τὰς μηχανὰς τοῦ μισοκάλου καὶ νὰ εὐοδώσῃς εἰς τέλος ἀγαθὸν ταύτην τὴν ἐργασίαν μου, ἐὰν εἶναι διὰ δόξαν καὶ ὑμνῳδίαν τῆς παντοδυναμίας σου καὶ εἰς ὠφέλειαν ψυχικὴν τοῦ πλησίον μου».

    Οὕτω λοιπὸν ὁ Ἅγιος ἐξακολουθῶν τὴν ἐργασίαν του μὲ πρᾳότητα καὶ ἡσυχίαν τοῦ πνεύματός του, καὶ ὅλος ἀφιερωμένος εἰς τὸν Θεόν, τὸν γινώσκοντα καὶ δυνάμενον τὰ πάντα, ἐνίκησε τὸν πειράζοντα, διότι μὲ τὸ νὰ ἦλθον εἰς αἴσθησιν ὅ τε Ἱερομόναχος Γεώργιος καὶ οἱ λοιποὶ χωρικοί, πληροφορηθέντες διὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καὶ διὰ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ, ἥτις εἰς αὐτὸν κατῴκει, οὐχὶ μόνον ἄφησαν αὐτὸν εἰς τὸ ἑξῆς αὐτεξούσιον εἰς τὸν τόπον καὶ ἀνενόχλητον καὶ ἥσυχον, ἀλλὰ προσέπεσαν, καὶ εἰς τοὺς πόδας του καὶ κλαίοντες θερμῶς ἐζήτησαν ἀπὸ αὐτὸν συγχώρησιν διὰ τὸ σφάλμα των, ὑποσχόμενοι σταθερῶς ὄχι μόνον νὰ μὴ τοῦ δώσουν εἰς τὸ ἑξῆς τὴν παραμικρὰν ἐνόχλησιν, ἀλλὰ καὶ νὰ βοηθήσωσιν ἕκαστος κατὰ τὸ δυνατόν του εἰς τὴν θεάρεστον αὐτὴν ἐργασίαν, τὴν ὁποίαν ἐπεχειρίσθη νὰ κάμῃ. Ὁ δὲ Ἅγιος, μὲ τὴν χριστομίμητον αὐτοῦ πρᾳότητα καὶ ἀνεξικακίαν, ἤγειρεν αὐτοὺς μὲ μεγάλην ἱλαρότητα καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν καὶ ηὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ἐσυγχώρησε καὶ ἐνουθέτησε τὰ δέοντα, καὶ ἀπέλυσεν αὐτοὺς ἐν εἰρήνῃ.

    Μετὰ ταῦτα λοιπὸν ὁ μέγιστος οὗτος εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ περιβόητος εἰς τὰ κατορθώματα, ἀφ’ οὗ κατεμάρανε τελείως μὲ τὴν σκληραγωγίαν καὶ ἐπίμονον ἄσκησιν τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς καὶ ἐθανάτωσε γενναίως τὰ πάθη παντελῶς, καὶ ἀφοῦ ἐστόλισεν ὡραιότατα τὴν ψυχήν του μὲ τὰ ἄνθη ὅλων τῶν ἀρετῶν, καὶ τὴν ἐλάμπρυνε μὲ τὸ κάλλος τῆς θείας Χάριτος, τότε ἐνεδύθη τὴν λαμπρὰν τῆς ἀπαθείας στολήν, καὶ ἀπέκτησε τὴν πνευματικὴν διάκρισιν, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνην, ἡ ὁποία εἶναι ὁ μόνος καὶ ἀσφαλὴς διατηρητὴς τῆς ἀρετῆς. Βεβαίως διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸν γαληνὸν καὶ ἀτάραχον αὐτὸν λιμένα τῆς ἀπαθείας ὑπέφερε τόσους πειρασμοὺς καὶ ὑπερέβη τόσους σκοπέλους, τὰ ὁποῖα ὅμως ὅλα ἀντιπαρῆλθε διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν διὰ τὴν ἀγαθήν του προαίρεσιν καὶ τοὺς ἀόκνους κόπους του ἔλαβεν ἐγκάτοικον εἰς τὴν ψυχήν του, καὶ δὲν ἐγνώριζε πλέον καμμίαν διαφορὰν εἰς τὸ ἰδικόν του ἢ εἰς τὸ ξένον, εἰς τὸν πιστὸν ἢ εἰς τὸν ἄπιστον, εἰς τὸν δοῦλον ἢ εἰς τὸν ἐλεύθερον, εἰς τὸ ἄρρεν ἢ εἰς τὸ θῆλυ, κατὰ τὸν θεοφόρον Μάξιμον· «Ὁ τέλειος ἐν ἀγάπῃ καὶ εἰς ἄκρον ἀπαθείας ἐλθών, οὐκ ἐπίσταται διαφορὰν ἰδίου καὶ ἀλλοτρίου ἢ πιστοῦ καὶ ἀπίστου ἢ δούλου καὶ ἐλευθέρου, ἢ ὅλως ἄρσενος καὶ θηλείας, ἀλλ’ ἀνώτερος τῆς τῶν παθῶν τυραννίδος γενόμενος καὶ εἰς τὴν μίαν φύσιν τῶν ἀνθρώπων ἀποβλέπων, πάντας ἐξ ἴσου θεωρεῖ καὶ πρὸς πάντας ἴσως διάκειται· οὐκ ἔστι γὰρ αὐτῷ «Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. γ’ 28), ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός».

    Ἀφ’ οὗ ἔφθασεν ὁ Ὅσιος εἰς τοιοῦτον βαθμὸν ἁγιότητος, τοῦ ἔδωκεν ἡ θεία Χάρις νὰ ἐννοήσῃ, ὅτι ἔπρεπε διὰ μέσου του νὰ ὠφεληθῶσι καὶ ἄλλοι καὶ ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ μένῃ κεκλεισμένος τόσος πλοῦτος ἀρετῶν, τὸν ὁποῖον ὡς καλὸς ἔμπορος καὶ οἰκονόμος πιστὸς ἐθησαύρισεν εἰς τὴν ψυχήν του, ἀλλ’ ὅτι ἦτο δίκαιον νὰ ἀνοιχθῇ ἓν τοιοῦτον ψυχοσωτήριον θησαυροφυλάκιον, διὰ νὰ πλουτισθῶσι καὶ ἄλλοι καὶ νὰ ὠφεληθῶσι πνευματικῶς, καὶ οὕτω καὶ αὐτὸς νὰ ἀπολαύσῃ πλουσιοπάροχον τὴν ἀντιμισθίαν τοῦ πολλαπλασιάσαντος τὰ πέντε τάλαντα. Πεισθεὶς λοιπὸν ὁ θεῖος Γεράσιμος εἰς τὰς κρυφιομύστους ἀποφάσεις τῆς θείας Προνοίας, καὶ ὅλος πεπληροφορημένος, ὅτι ἦτο θέλημα τοῦ Κυρίου ὁ τόπος ἐκεῖνος νὰ μετασκευασθῇ εἰς Μοναστήριον πρὸς δόξαν καὶ ὑμνῳδίαν Θεοῦ καὶ εἰς πνευματικὴν καρποφορίαν καὶ ὠφέλειαν πολλῶν ψυχῶν, ἀνεκαίνισε κατ’ ἀρχὰς τὸ μικρὸν ἐκεῖνο Ἐκκλησίδιον, τὸ ὁποῖον εἴπομεν, ὅτι εἶχεν ἱδρύσει ἐκεῖ ὁ ρηθεὶς Ἱερομόναχος Γεώργιος, καὶ ἤγειρεν ἐκ βάθρων τὴν Ἐκκλησίαν εἰς τὸ σχῆμα, καθὼς τὴν σήμερον φαίνεται καὶ τὸν Ἱερὸν αὐτὸν Ναὸν ἀφιέρωσεν εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου. Μετὰ δὲ ταῦτα ᾠκοδόμησε καὶ κελλία διάφορα καὶ περίφραγμα εἰς αὐτά, καὶ Μοναστήριον τέλειον κατέστησε, μὲ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα πρὸς σωματικὴν παραμυθίαν, ἐπωνόμασε δὲ τοῦτο «Νέαν Ἱερουσαλήμ».

    Ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰς τὸ μεταξὺ τούτων ἡ τοσαύτη ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ μένῃ κεκρυμμένη ἀλλὰ διεδόθη εἰς ὅλην τὴν νῆσον, ἔτρεχον καθ’ ἡμέραν εἰς αὐτὸν πάσης ἡλικίας καὶ γένους καὶ καταστάσεως ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους χριστομιμήτως ἐδέχετο καὶ ὅλοι ἀνεχώρουν ἀπὸ αὐτὸν γέμοντες ἀπὸ ψυχικὴν ὠφέλειαν καὶ πνευματικὴν ἀγαλλίασιν, τὴν ὁποίαν ἀπελάμβανον καὶ ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴν θεωρίαν του καὶ ἀπὸ τὴν μελίρρυτον διδασκαλίαν του καὶ ἀπὸ τὴν οὐράνιον διαγωγήν του. Ἐπειδὴ ἐβιάσθη λοιπόν, ὑποτάσσεται εἰς τὴν προθυμίαν καὶ ἔφεσιν τῶν προστρεξάντων καὶ παρακαλεσάντων αὐτὸν θερμῶς, καὶ μὲ τὴν αἰτίαν τῶν δύο Μοναζουσῶν, τὰς ὁποίας ἀνεφέραμεν ὅτι ἦσαν ἀδελφαὶ τοῦ Ἱερομονάχου Γεωργίου, δέχεται καὶ ἄλλας, καὶ ἔγινεν ὁ ἀριθμὸς τῶν Μοναστριῶν του εἰκοσιπέντε, αἱ ὁποῖαι ἔχαιρον πνευματικῶς καὶ ηὐχαρίστουν ὁλοψύχως τὴν θείαν εὐσπλαγχνίαν, ἡ ὁποία ἐπρομήθευσεν εἰς αὐτὰς ἕνα τοιοῦτον πνευματικὸν Πατέρα καὶ πρακτικὸν διδάσκαλον τῆς κατὰ Χριστὸν πολιτείας καὶ τῆς τελειότητος τοῦ μοναχικοῦ ἐπαγγέλματος. Δὲν ἔπαυε λοιπὸν ὁ Ὅσιος ἀπὸ τοῦ νὰ ἐπαγρυπνῇ διὰ τὸ λογικὸν ποίμνιόν του, τὸ ὁποῖον ἡ θεία Πρόνοια ἐνεπιστεύθη εἰς αὐτόν.

    Τὰς ἐδίδασκε λοιπὸν καθ’ ἑκάστην, ὁτὲ μὲν ἑρμηνεύων εἰς αὐτὰς καὶ διδάσκων νὰ φυλάττωσι, νὰ γνωρίζωσι καὶ νὰ φεύγωσι τὰς πανουργίας καὶ τοὺς δόλους τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, ὅστις φθονεῖ πολὺ περισσότερον βλέπων αὐτὰς μὲ αὐτὸ τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα, τοῦ ὁποίου, ἐὰν φυλάξωσι τὰ καθήκοντα, γίνονται κληρονόμοι τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα αὐτὸς ἐξέπεσε καὶ ἐκρημνίσθη διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν του, ὁτὲ δὲ δεικνύων εἰς αὐτὰς τὴν ἀληθινὴν ὁδόν, ἡ ὁποία ἠδύνατο νὰ τὰς φέρῃ εἰς τὸν Παράδεισον, τὸν ὁποῖον ἵνα κερδήσωσιν ἀπεφάσισαν νὰ παραιτήσωσι τὰ μάταια καὶ φθαρτὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἔταξεν εἰς αὐτὰς ὁ μάταιος καὶ ἀπατεὼν κόσμος οὗτος, καὶ νὰ εἰσέλθωσιν εἰς τὸν γλυκὺν καὶ ἐλαφρὸν ζυγὸν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Νυμφίου τῶν ψυχῶν. Καὶ πότε τὰς ἐδίδασκε τοὺς βαθμοὺς τῆς ἀρετῆς καὶ πῶς προκόπτουσι βαθμηδὸν οἱ ἀληθινοὶ ἐργάται τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία δὲν ἀποκτᾶται παρὰ μὲ τὴν ἀγάπην τὴν εἰλικρινῆ καὶ ἀληθινὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον, μὲ τὴν πρᾳότητα τοῦ πνεύματος, μὲ τοὺς κόπους τοὺς σωματικούς, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκτῶνται αἱ πνευματικαὶ ἀρεταί. Ταῦτα καθ’ ἑκάστην ἐδίδασκεν ὁ Ἅγιος ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ τέκνα του καὶ τὰ ἐδίδασκε πολὺ περισσότερον μὲ τὸ ἴδιόν του παράδειγμα τὸ πρακτικόν, μὲ τὴν ἰσάγγελον δηλαδὴ πολιτείαν καὶ διαγωγήν του, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀληθινὴ διδασκαλία, διότι εἶναι αἰσθητὴ καὶ ἐντυπώνεται πολὺ καλλίτερα καὶ βαθύτερα ἀπὸ τοὺς λόγους, καὶ ἔχει καὶ πολὺ περισσοτέραν τὴν δύναμιν διὰ νὰ παρακινῇ εἰς τὴν ἀρετὴν τοὺς βλέποντας καὶ ὄχι τοὺς ἀκούοντας, διότι οἱ ὀφθαλμοὶ εἶναι πιστότεροι τῶν ὤτων.

    Ἡ τοιαύτη οὐράνιος πολιτεία τοῦ θείου τούτου Πατρὸς τὸν ἀνέδειξεν ἄξιον νὰ ἔχῃ πολλὴν τὴν παρρησίαν εἰς τὸν Θεόν, καὶ νὰ λάβῃ τὴν Χάριν τῶν θαυμάτων. Ἐξαιρέτως δὲ νὰ κατασταθῇ πηγὴ ἀκένωτος ἰαμάτων παντοδαπῶν καὶ βοηθὸς εἰς τὰς θλίψεις, καὶ πρέσβυς θερμότατος εἰς τοὺς θερμῶς αὐτὸν ἐπικαλουμένους καὶ εἰς ὅσους μὲ πίστιν εἰλικρινῆ εἰς αὐτὸν προστρέχουσι, καθὼς φαίνεται ἀπὸ τὰ ὀλίγα τὰ ὁποῖα ἀπαραιτήτως πρέπει νὰ διηγηθῶμεν, διὰ νὰ μὴ στερήσωμεν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς μεταγενεστέρους ἀπὸ τὴν γνώρισίν των.

    Ἔπασχεν ἡ νῆσος Κεφαλληνία εἰς τὸν καιρὸν ποὺ ἔζη ἀκόμη ὁ Ἅγιος ἀπὸ μεγάλην ἀνομβρίαν. Τὸ κακὸν τοῦτο εἰς ἐκείνους τοὺς καιροὺς ἦτο πολὺ μέγα καὶ ὀλέθριον, διότι τότε ἦσαν ὀλίγα ἀμπέλια καὶ σταφίδες, καὶ ὅλον σχεδὸν τὸ εἰσόδημα τῆς νήσου συνίστατο εἰς τὰ διάφορα εἴδη τῶν γεννημάτων καὶ σπαρτῶν. Βλέποντες οἱ κάτοικοι τὸ κακὸν τὸ ὁποῖον τοὺς ἠπείλει, προστρέχουσιν εἰς τὸν Θεὸν μὲ δεήσεις καὶ λιτανείας, ἀλλὰ ὁ καιρὸς παρήρχετο καὶ τὸ κακὸν ἠπείλει παντελῆ ἀφανισμὸν εἰς τὰ σπαρτά. Νεύει τότε ἡ ἄκρα εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ νὰ θεραπεύσῃ τὸ μέγα κακόν, καὶ διὰ νὰ φανερώσῃ τὴν ἀρετὴν καὶ παρρησίαν, τὴν ὁποίαν ὁ θεῖος Γεράσιμος μὲ τὴν πιστὴν ἐργασίαν ἀπέκτησεν εἰς αὐτόν, καὶ ὅλοι ἐκ συμφώνου φωνάζουσιν ὅτι ἐὰν δὲν προστρέξωσιν εἰς τὸν Ὅσιον Γεράσιμον καὶ ἐὰν αὐτὸς δὲν παρακαλέσῃ τὸν Θεόν, δὲν γίνεται καμμία θεραπεία εἰς τὸ κακὸν αὐτό.

    Τρέχουσι λοιπὸν, ὡς ἐξ ἑνός, ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς νήσου εἰς τὸν Ὅσιον, ὅστις ἦτο ἡ μόνη ἐλπίς, ἡ ὁποία ἔμεινεν εἰς αὐτούς, διὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ, τοῦ διηγοῦνται τὴν συμφοράν, τοῦ παριστάνουσι μὲ δάκρυα τὴν κατάστασιν τῶν καρπῶν τῆς γῆς, καὶ τὸν παρακαλοῦσι θερμῶς νὰ μὴ τοὺς ἐγκαταλείψῃ ἀλλὰ νὰ μεσιτεύσῃ δι’ αὐτοὺς εἰς τὸν δυνάμενον νὰ θεραπεύσῃ ἐκείνην τὴν φοβερὰν πληγήν. Τοὺς δέχεται ὁ Ἅγιος μὲ ἱλαρότητα, τοὺς συμπονεῖ, λυπεῖται ἡ ψυχή του ἀληθῶς, ἐννοεῖ καὶ αὐτὸς τὸ βάρος τῆς πληγῆς· ἀλλ’ ὅμως ἡ ἄκρα του ταπείνωσις τὸν βιάζει νὰ συστέλληται καὶ νὰ παραιτῆται, νὰ ὀνομάζῃ τὸν ἑαυτόν του ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον εἰς τὸ νὰ παρρησιασθῇ εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ τοῦ ζητήσῃ τοιαύτην χάριν, γινώσκων, κατὰ τὸν θεῖον Μάξιμον, «ὅτι οὐ μικρὸς ὁ ἀγὼν κενοδοξίας ἀπαλλαγῆναι». Ἀλλὰ ἡ παραίτησίς του καὶ ἡ ταπείνωσίς του αὐξάνουσι τὴν θερμότητα καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ λαοῦ, καὶ διὰ νὰ συντέμνω τὸν λόγον, πείθεται ὁ Ἅγιος, γονατίζει, δακρύζει, παρακαλεῖ πιστῶς καὶ θερμῶς τὸν Πλάστην νὰ ἐλεήσῃ τὸ πλάσμα του, τὸν οὐράνιον Πατέρα νὰ παραβλέψῃ τὰ σφάλματα τῶν τέκνων του, παρακαλεῖ τὸν πλουσιόδωρον νὰ ἀνοίξῃ τὴν πηγὴν τῶν δωρεῶν καὶ νὰ ἐλεήσῃ τὸν λαόν του. Καὶ πράγματι εἰσακούει ὁ Θεὸς τὴν προσευχὴν τοῦ δούλου του, λαμβάνει πέρας τὸ ζήτημά του, γίνεται εἰς ὅλους φανερὰ καὶ ἀναμφίβολος ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία τοῦ Ὁσίου Γερασίμου καὶ ἐχορτάσθη ἡ διψασμένη ἡ γῆ, ἐψυχαγωγήθησαν τὰ σπαρτά, παρηγορήθη ὁ λυπημένος λαός, ἐδόξασαν ὁλοψύχως τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ, ηὐχαρίστησαν χρεωστικῶς τὸν Ἅγιον καὶ ἐπέστρεψεν ἕκαστος εἰς τὴν οἰκίαν του, εὐφραινόμενος καὶ κηρύττων μεγαλοφώνως τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν παρρησίαν τοῦ Ἁγίου τούτου.

    Οὕτω λοιπὸν πολιτευόμενος ὁ Ἅγιος καὶ οὐράνιον ζωὴν μετερχόμενος κατέστη ἑπομένως καὶ ἄμισθος ἰατρὸς εἰς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ σοφώτατος ἰατρὸς καὶ διδάσκαλος εἰς ὅσους ἔπασχον ἀσθενείας σωματικάς, ἢ συμφορὰς καὶ θλίψεις κοσμικάς, ἢ ἁμαρτίας καὶ πάθη ψυχικά, οἱ ὁποῖοι προσέτρεχον εἰς αὐτόν, καὶ ὅλοι ἀνεχώρουν τεθεραπευμένοι καὶ παρηγορημένοι· καὶ βέβαια ὁ Ἅγιος οὗτος ἐφάνη, ὅτι ἐπέμφθη ἀπὸ τὴν θείαν εὐσπλαγχνίαν ἐπὶ τούτῳ εἰς τὴν νῆσον Κεφαλληνίαν ὡς δῶρον οὐράνιον καὶ θησαυροφυλάκιον τῶν εὐεργεσιῶν τῆς θείας εὐσπλαγχνίας· ἐξαιρέτως δὲ κατ’ ἐξοχὴν ἔλαβε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ φανερώνῃ μεγάλην ἐξουσίαν κατὰ δαιμόνων, τοὺς ὁποίους καὶ ζῶν καὶ μετὰ θάνατον μαστίζει ἀοράτως καὶ ἀποδιώκει θαυμασίως ἀπὸ τοὺς πάσχοντας ἐξ αὐτῶν.

    Ἐπειδὴ ὅμως ἔφθασε τέλος καὶ ὁ καιρὸς νὰ ἀφήσῃ ταύτην τὴν πρόσκαιρον ζωὴν ὁ Ὅσιος καὶ νὰ διέλθῃ εἰς τὴν αἰώνιον καὶ ἀπέραντον, διὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ καθαρώτερα καὶ περισσότερον πλησίον ἐκείνου τὸν ὁποῖον ἐκ νεότητος μόνον ὁλοψύχως ἠγάπησε καὶ ἐπόθησε, καὶ διὰ τὴν ἀπόκτησιν τοῦ ὁποίου ἠγωνίσθη τόσον πολὺ καὶ μὲ τόσην ἐπιμονὴν ἀόκνως καὶ σταθερῶς, καὶ ἔδειξε τόσην ἀνδρείαν εἰς ὅλους τοὺς πολέμους καὶ τὰς ἐναντιότητας, τὰς ὁποίας βέβαια ἐδοκίμασεν ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀγρίους καὶ σκληροὺς ἐχθροὺς τῶν ἀνθρώπων, ἤτοι τὴν σάρκα, τὸν κόσμον καὶ τὸν διάβολον, καὶ εἰς καιροὺς ἐστερημένους ἀπὸ παραδείγματα μιᾶς ἰσαγγέλου καὶ ὑπερανθρώπου ζωῆς ἐκεῖνος ἠξιώθη τοιαύτης καὶ ἔλαβε χάριν καὶ δύναμιν ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ἐξισωθῇ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς τὰ χαρίσματα καὶ εἰς τὰς δωρεὰς τοῦ Θεοῦ τοὺς προκρίτους καὶ θαυμαστοὺς Ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, εὑρισκόμενος εἰς τὴν ἡλικίαν ἑβδομήκοντα ἐτῶν καὶ ὀλίγον τι περισσότερον, ἔλαβε θείαν ἀποκάλυψιν, ὅτι ἔφθασεν ὁ καιρὸς τῆς ἀποδημίας του.

    Εὐχαριστήσας ὅθεν ταπεινῶς καὶ εὐγνωμόνως τὸν Ποιητήν του, διότι τὸν ἠξίωσε διὰ τῆς Χάριτός του νὰ διέλθῃ το διάστημα τῆς προσκαίρου ταύτης ζωῆς του κατὰ τὸ θεῖόν Του θέλημα, κράζει μὲ τὴν συνηθισμένην του πρᾳότητα καὶ ἱλαρότητα, ὡς πατὴρ φιλόστοργος καὶ ποιμὴν πιστὸς καὶ καλός, τὰ πνευματικὰ καὶ περιπόθητα τέκνα του, καὶ φανερώνει εἰς αὐτάς, ὅτι ἔφθασεν ὁ καιρὸς τῆς ἀποδημίας του καὶ νὰ μὴ ταραχθῶσι οὔτε νὰ λυπηθῶσι διὰ τοιοῦτον μήνυμα, ἀλλὰ μάλιστα νὰ χαρῶσι, διότι αὐτὸς θέλει τὰς ἐπισκέπτεσθαι καὶ θέλει φροντίζει δι’ αὐτὰς καλλίτερα, ἀφοῦ ὑπάγῃ νὰ παρασταθῇ πλησιέστερον εἰς τὸν ποιητὴν καὶ πλάστην του Θεὸν εἰς τὴν οὐράνιόν του Βασιλείαν, ἀπὸ ὅσον ἔκαμεν εἰς αὐτὰς εὑρισκόμενος πλησίον των ἐδῶ κάτω εἰς τὴν γῆν. Ἔπειτα τὰς ἐνουθέτησε νὰ ἐνθυμῶνται πάντοτε καλῶς τὰς ὑποσχέσεις, τὰς ὁποίας ἔδωσαν εἰς τὸν οὐράνιον Νυμφίον των Ἰησοῦν Χριστόν, ὅταν ἐνεδύθησαν τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα· νὰ γυμνωθῶσιν ἀπὸ πᾶσαν σχέσιν καὶ προσπάθειαν τοῦ φθαρτοῦ καὶ ματαίου τούτου κόσμου καὶ νὰ κρατῶσιν εἰς αὐτὸν μόνον προσηλωμένον ὅλον τὸν πόθον των, ὅλην τὴν ἔφεσιν των καὶ ὅλην τὴν ἀγάπην των καὶ νὰ φυλάττωσιν ἀπαράτρεπτον καὶ ἀσάλευτον τὸν κανόνα καὶ τύπον τῆς μοναδικῆς πολιτείας, τὸν ὁποῖον παρέδωκεν εἰς αὐτάς.

    Τὰς ἐνουθέτησεν ἐπίσης νὰ φυλάτττωσι περισσότερον παντὸς ἄλλου τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ὁμόνοιαν μεταξύ των. Νὰ ἐνθυμῶνται καὶ νὰ ἔχωσι πρὸ ὀφθαλμῶν των πάντοτε τὴν ἄκραν ταπείνωσιν καὶ ἀνεξικακίαν τοῦ οὐρανίου Νυμφίου των Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις Θεὸς ὢν ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν τόσον, διὰ τὴν ἀγάπην καὶ εὐσπλαγχίαν του πρὸς ἡμᾶς τὰ πλάσματά του, ὥστε νὰ καταδεχθῇ νὰ ὑποφέρῃ τοιούτου εἴδους θάνατον ἄτιμον καὶ βασανιστικόν. Νὰ νομίζωσι τὸν ἑαυτόν των ἕως ἐσχάτης ἀναπνοῆς των ἁμαρτωλὸν καὶ νὰ ὀνομάζωνται πάντοτε ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ Ἰησοῦ καὶ Νυμφίου των. Τέλος, ἐὰν ἡ θεία Χάρις τὰς ἀξιώσῃ νὰ κατορθώσωσι καὶ κανὲν ἔργον θεάρεστον καὶ καμμίαν ἀρετήν, ταύτην νὰ τὴν ἀποδίδωσιν ὅλην εἰς τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν του, ἡ ὁποία ἔδωκεν εἰς αὐτὰς τὴν δύναμιν νὰ τὴν κατορθώσωσι, καὶ οὐχὶ ποτὲ εἰς τὸν ἑαυτόν των, ἐπειδὴ τὰ κακὰ καὶ αἱ ἁμαρτίαι εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ αἱ ἀρεταὶ προέρχονται καὶ χαρίζονται δωρεὰν ἀπὸ μόνον τὸν Θεόν, καθὼς ὁ ἴδιος λέγει· «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. ιε’ 5).

    Μὲ ταῦτα λοιπὸν καὶ ἕτερα παρηγορήσας ὁ Ἅγιος τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ στηρίξας καὶ εὐλογήσας αὐτάς, παραδίδει ἱλαρῶς καὶ εὐφραινόμενος τὴν μακαρίαν ψυχήν του εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ποιητοῦ καὶ Πλάστου του, τὸν ὁποῖον τόσον θερμῶς ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἠγάπησε, καὶ τόσον πιστῶς καὶ ἐπιμόνως εἰργάσθη εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, ὡς δοῦλος ἀγαθὸς καὶ πιστός, ὅθεν ἤκουσε καὶ τὴν εὐκταίαν φωνήν· «Εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ… εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (Ματθ. κε’ 21).

    Ἀπὸ τὰ ἑβδομήκοντα δὲ ἔτη καὶ ὀλίγον τι περισσότερον, τὰ ὁποῖα ἔζησεν εἰς ταύτην τὴν φθαρτὴν ζωὴν ὁ Ἅγιος, δεκαεννέα μετροῦνται τὰ τῆς διατριβῆς καὶ κατοικήσεώς του εἰς τὴν σεβασμίαν Μονήν του, τὴν ὁποίαν ἐκ βάθρων ἀνήγειρε καὶ συνέστησε καὶ ὡς πατρικὴν κληρονομίαν εἰς τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ τὰς κατὰ καιρὸν ἀσκουμένας εἰς αὐτὴν, παρῄτησεν εἰς ἅπαντα τὸν καιρόν, καθὼς ἡ διαθήκη του φανερώνει καταλεπτῶς. Ἔγινε δὲ ἡ μακαρία του κοίμησις εἰς τὰ χίλια πεντακόσια ἑβδομήκοντα ἐννέα ἔτη (1579) μετὰ τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν, εἰς τὰς ιε’ (15) τοῦ Αὐγούστου μηνός.

    Ἐπειδὴ δὲ είς αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἑορτάζεται ἡ σεβασμία μετάστασις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, διὰ τοῦτο ἡ μὲν τῆς θείας του κοιμήσεως ἀκολουθία ψάλλεται τὴν ιϛ’ (16ην) τοῦ αὐτοῦ μηνός, ἡ δὲ τῆς ἀνακοδομῆς τοῦ χαριτοβρύτου λειψάνου του γενομένη κατὰ τὸ ἔτος χίλια πεντακόσια ὀγδοήκοντα ἓν (1581) ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸν Ἔξαρχον τοῦ τότε διευθύνοντος τὸν ἀποστολικὸν τῆς Κωνσταντινουπόλεως θρόνον Ἁγιωτάτου Πατριάρχου Ἱερεμίου ψάλλεται τὴν κ’ (20ὴν) Ὀκτωβρίου· ἀλλ’ ἐπειδὴ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐναντίους, κινούμενοι πρὸς κατηγορίαν τῆς ἀμώμου Ἐκκλησίας ἡμῶν, ἐλάλουν ἀσέβειαν, διὰ τοῦτο κατὰ προσταγὴν τοῦ μακαρίου Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Γαβριὴλ ἐνεταφιάσθη πάλιν τὸ ἅγιον λείψανον καὶ ἔμεινεν εἰς τὴν γῆν ἕως τῆς κεκανομισμένης διορίας, τὴν ὁποίαν ἀπεφάσισεν ὁ προειρημένος Ἅγιος Φιλαδελφείας, ἤτοι ἄλλους ὀκτὼ μῆνας. Ἔγινε δὲ τότε πάλιν καὶ δευτέρα ἀνακομιδή, καὶ ἐκβάλλουσι τὸ ἅγιον λείψανον, τὸ ὁποῖον πρὸς αἰσχύνην τῶν ἐναντίων καὶ καύχημα τῶν Ὀρθοδόξων ὄχι μόνον εὑρέθη πάλιν σῶον καὶ ἀκέραιον ὁμοῦ μὲ τὰ ἱερά, μὲ τὰ ὁποῖα ἐνεταφιάσθη καὶ πνέον εὐωδίαν ἄρρητον καὶ θαυμάσιον, καὶ φέρον ἐν ἑαυτῷ ὅλα τὰ αἰσθητὰ σημεῖα τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς εἰς αὐτὸ θείας Χάριτος, ἀλλὰ καὶ σημεῖα καὶ θαύματα πολλὰ ἐτέλεσε καὶ πάντοτε θαυματουργεῖ εἰς τοὺς μετὰ πίστεως καὶ εὐλαβείας εἰς αὐτὸ προστρέχοντας, διότι ἦτο ἀδύνατον νὰ μείνῃ κεκρυμμένη ἡ τόσον μεγάλη ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ ἁγιότης αὐτοῦ, ὡς καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς Χάριτος, ἥτις κατῴκει ἀξίως εἰς αὐτόν. Ἔμεινε δὲ τὸ ἅγιον λείψανον τεθαμμένον ὑπὸ τὴν γῆν συνολικῶς χρόνους δύο καὶ μῆνας ὀκτώ.

    Τὰ δὲ θαύματα τοῦ ἁγίου τούτου λειψάνου, τὰ ὁποῖα μετὰ ταῦτα ἔγιναν καὶ ἀενάως ἐξακολουθοῦσι νὰ γίνωνται εἰς τοὺς μετὰ πίστεως προστρέχοντας καὶ εὐλαβῶς ἐπικαλουμένους τὴν βοήθειαν τοῦ Ἁγίου, ποία γλῶσσα δύναται νὰ τὰ διηγηθῇ ἢ ποῖος κάλαμος εἶναι ἀρκετὸς νὰ τὰ περιγράψῃ; ποῖος προσέτρεξεν εἰς τὴν χάριν καὶ ἀντίληψιν τοῦ Ἁγίου μετὰ τῆς προσηκούσης πίστεως καὶ εὐλαβείας, καὶ δὲν εὐηργετήθη ἀπὸ τοῦτον τὸν θεοστήρικτον καὶ νεοφανῆ θεοδώρητον τῆς Ἐκκλησίας μας φωστῆρα; ποῖος δὲν ἔγινε θεατὴς εἰς πολλὰ ἀπὸ τὰ θαύματά του; ποῖος δὲν ἐγνώρισε καὶ δὲν ὁμολογεῖ ἀσφαλέστατα δοῦλον γνήσιον τοῦ Χριστοῦ καὶ δοχεῖον πανθαύμαστον τῶν δωρεῶν καὶ Χαρίτων τοῦ Παναγίου Πνεύματος τὸν θεοφόρον Γεράσιμον; ποῖος δύναται, νοῦν ἔχων, νὰ ἀρνηθῇ τὴν προστασίαν του καὶ ἀντίληψίν του, μάλιστα εἰς τὴν νῆσον τῆς Κεφαλληνίας, τὴν ὁποίαν καὶ ζῶν ἔτι καὶ μετὰ τὴν πανοσίαν αὐτοῦ κοίμησιν προφανῶς διετήρησεν ἀνεπηρέαστον κατὰ τὸν καιρὸν τῆς δουλείας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καὶ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ πολέμου τῶν Ἑνετῶν μὲ τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ ἀπὸ τὴν φοβερὰν ἀνομβρίαν, πολλάκις δὲ καὶ πάντοτε εἰς ἕκαστον κίνδυνον καὶ κάθε περίστασιν θλιβερὰν φανερώνεται προστάτης θερμότατος καὶ ἀντιλήπτωρ ἰσχυρότατος καὶ Πατὴρ φιλοστοργότατος.

    Ἀπὸ ὅλους πιστεύεται καὶ κηρύττεται ὅτι ἡ ἀντίληψις τοῦ θείου Γερασίμου ἐφύλαξε τὴν νῆσον Κεφαλληνίαν μὲ σημεῖα προφανῆ ἀπὸ τὴν φθορὰν τοῦ θανατικοῦ καὶ εἰς τὰ χίλια ἑπτακόσια ἑξήκοντα (1760) μετὰ Χριστόν, ὅταν τὸ κακὸν ἐκεῖνο ἠπείλει ἀξιοδάκρυτον φθορὰν καὶ ἀφανισμόν· ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ ἔτος χίλια ὀκτακόσια δέκα ἓξ (1816) ἐὰν εἶχε λείψει τοῦ Ἁγίου ἡ προστασία καὶ ἀντίληψις ἔμελλε νὰ κινδυνεύσῃ ὅλη ἡ νῆσος· ἐπειδὴ ἄνθρωποι μεμολυσμένοι ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν τοῦ λοιμοῦ, καὶ ἄλλοι οἱ ὁποῖοι συνανεστράφησαν μὲ τοὺς μεμολυσμένους, διεσπάρησαν, ἀγνοοῦντες τὸ πάθος, εἰς διάφορα χωρία καὶ εἰς τὰς πόλεις τῆς νήσου Κεφαλληνίας, καθὼς εἶναι εἰς ὅλους γνωστόν, καὶ ὅμως, Χάριτι τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, διὰ πρεσβειῶν βέβαια τοῦ προστάτου ἡμῶν θείου Γερασίμου, δὲν μετεδόθη τὸ κακὸν εἰς ἄλλο μέρος, δὲν ἐμολύνθη ἄλλος οὐδείς, ἀλλ’ ἔμεινε τὸ κακὸν εἰς μόνον τὸν τόπον καὶ τὸ χωρίον, ὅπου κατ’ ἀρχὰς ἐξεδηλώθη.

    Ἡμεῖς λοιπὸν παραλείποντες τὰ ἀναρίθμητα θαύματα, τὰ ὁποῖα ἐτέλεσεν ὁ Ἅγιος, θέλομεν ἀναφέρει μόνον ὀλίγα τινὰ ἀπὸ ὅσα συνέβησαν, τὰ ὁποῖα συνελέξαμεν ἀπὸ ἀκριβῆ καὶ ἀλάνθαστα ὑπομνήματα καὶ ἀπὸ αὐτόπτας ἀξιοπίστους καὶ ἐκτὸς πάσης ὑποψίας ἀνθρώπους, τοῦτο δὲ εἰς δόξαν πρωτίστως τοῦ ἐνδοξαζομένου ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ Θεοῦ καὶ ἐξ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Ἅγιον, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ μὴ σιωπήσωμεν τὴν ἀλήθειαν καὶ στερήσωμεν τοὺς μεταγενεστέρους ἀπὸ τὴν τούτων γνώρισιν· τέλος δὲ εἰς δόξαν καὶ καύχημα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν καὶ ἀμώμου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ θεία Πρόνοια, ἡ τὰ πάντα πανσόφως διοικοῦσα καὶ οἰκονομοῦσα, ηὐδόκησε νὰ ἀνατείλῃ, ὡς θεοδώρητος λαμπρότατος ἀστήρ, εἰς τοὺς ἐσχάτους τούτους ἐστερημένους ἀπὸ τόσον ὕψος ἀρετῆς καιρούς, ὁ θεῖος Γεράσιμος, διὰ νὰ εἶναι ὡς λίθος προσκόμματος εἰς τοὺς ἀπειθεῖς καὶ ἀντιλέγοντας, καὶ ἐξ ἐναντίας ὡς ἀείφωτος ἀστὴρ καὶ θέσις ἀσάλευτος καὶ στήριγμα εἰς τοὺς εὐσεβεῖς καὶ εὐπειθεῖς Χριστιανούς, μὲ τὸ νὰ ἠξιώθη νὰ ἐξισωθῇ εἰς τὴν κατὰ Θεὸν εὐάρεστον πολιτείαν του πρὸς τοὺς παλαιοὺς καὶ θαυμαστοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ δοξασθῇ ὁμοίως μὲ ἐκείνους. Ἐπειδή, ὡς εἴπομεν, ἡ θεία Χάρις, ἡ ἀξίως ἐνοικήσασα εἰς τὸν Ὅσιον τοῦτον, τὸν κατέστησε καὶ τὸν ἀπέδειξε προφανέστατα θησαυροφυλάκιον δωρεῶν καὶ εὐεργεσιῶν, εἰς τὸ ὁποῖον προσέτρεχον οἱ ἀσθενεῖς καὶ ἰατρεύοντο, οἱ δαιμονιζόμενοι καὶ ἐθεραπεύοντο, διὰ τοῦτο τὸ σεπτὸν αὐτοῦ καὶ γλυκύτατον ὄνομα ἦτο καὶ εἶναι εἰς ὅλην τὴν νῆσον καὶ ψυχαγωγία καὶ παρηγορία καὶ σωτηρία καὶ ἀσφαλὲς καταφύγιον.

    Ὀλίγον καιρὸν λοιπὸν ἔπειτα ἀπὸ τὴν κοίμησιν τοῦ Ἁγίου ἦλθεν εἰς τὸ Μοναστήριον γυνή τις βασανιζομένη ἀπὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα, χάριν θεραπείας· ἐκεῖ δὲ εὑρισκομένη καὶ προσπίπτουσα καθ’ ἑκάστην εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου καὶ ζητοῦσα θερμῶς, ἵνα διὰ τῶν εὐπαρρησιάστων αὐτοῦ δεήσεων λάβῃ τὴν ἐλευθερίαν ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα, τὸ ὁποῖον βαρέως τὴν ἐβασάνιζε, τόσον ἐταράχθη μίαν τῶν νυκτῶν ἀπὸ τὸν μισάνθρωπον δαίμονα, ὥστε συρομένη καὶ φερομένη βιαίως ἀπὸ τὴν κίνησιν τοῦ πονηροῦ ἐκείνου πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἐζήτει τὴν ἀπώλειάν της, ἐκρημνίσθη ἡ ταλαίπωρος ἀπὸ αὐτὸ μέσα εἰς τὸ πηγάδιον, τὸ ὁποῖον εἰσέτι εὑρίσκεται ἐκεῖ εἰς τὴν ἐσωτερικὴν αὐλὴν τοῦ Μοναστηρίου.

    Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος, ὡς συμπαθὴς καὶ φιλόστοργος, ἐπρόφθασε μὲ τὴν ταχεῖαν του βοήθειαν καὶ δὲν ἄφησε νὰ ὑπερισχύσῃ ἡ ἐπιβουλὴ τοῦ χαιρεκάκου δαίμονος· ἀλλὰ τὴν αὐτὴν στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔρριψεν ὁ δυσμενὴς εἰς τὸ πηγάδιον ἐκείνην τὴν ἀθλίαν, ἀκούουσιν ὅλαι συγχρόνως αἱ Μοναχαὶ τὴν γλυκυτάτην καὶ συνηθισμένην εἰς αὐτὰς φωνὴν τοῦ Ἁγίου, ὅστις ἐφώναξε πρὸς αὐτάς· «Προφθάσατε γρήγορα, διότι ἡ δαιμονισμένη εὑρίσκεται εἰς ἔσχατον κίνδυνον καὶ χρειάζεται βοήθειαν».

    Ἐξυπνοῦσιν ὅλαι αἱ Μοναχαὶ μὲ προθυμίαν καὶ τρέχουσιν ὁμοῦ μὲ φῶτα καὶ ἐρευνῶσαι πανταχοῦ ἐπιμελῶς καὶ ζητοῦσαι τὴν τάλαιναν ἐκείνην καὶ μὴ εὑρίσκουσαι αὐτὴν εἰς κανὲν μέρος, κατὰ νεῦσιν βέβαια τοῦ Ἁγίου, κύπτουσιν εἰς τὸ ρηθὲν πηγάδιον, καὶ ὤ τοῦ θαύματος! βλέπουσι τὴν γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐστέκετο ἐπάνω εἰς τὸ νερόν, ὡς νὰ ἐβαστάζετο ἀπό τινα, καὶ ἐφώναζε πρὸς αὐτάς· «Ρίψατέ μου σχοινίον νὰ ἐξέλθω». Τῆς ρίπτουσι λοιπὸν σχοινίον καὶ ἀφ’ οὗ ἐξῆλθε κλαίουσα, ὄχι πλέον ἀπὸ πόνον, ἀλλὰ ἀπὸ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν καὶ εὐχαριστίαν πρὸς τὸν ἐλευθερωτήν της, λέγει πρὸς τὰς Μοναχάς, αἱ ὁποῖαι, κλαίουσαι καὶ αὐταὶ ὁμοίως, τὴν ἐκύκλωσαν ὅλαι ἔκθαμβοι καὶ τὴν ἠρώτων, πῶς ἔπεσεν εἰς τὸ πηγάδιον καὶ πῶς διεσώθη ἀβλαβὴς χωρὶς νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ ὕδωρ. Ἐκείνη δὲ χαίρουσα καὶ εὐφραινομένη εἶπε πρὸς αὐτάς· «Ἐγώ, κυρίαι μου Μητέρες, ὅτι ἔπεσα εἰς τὸ πηγάδι ἐκ συνεργείας τοῦ δαίμονος, ὅστις μὲ ἔσπρωξεν ἐκεῖ μέσα, εὔκολα τὸ ἐννοεῖτε· ἀλλ’ εὐθὺς ὡς ἔπεσον μέσα, εἶδον ὀφθαλμοφανῶς ἕνα Μοναχόν, ὅστις μὲ ἥρπασε καὶ μὲ ἐκράτει ἐπάνω εἰς τὸ ὕδωρ, καὶ μοῦ εἶπε· «μὴ φοβεῖσαι, δὲν θὰ πάθῃς κακόν, καὶ ἠλευθερώθης ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα». Ταῦτα δὲ ἔλεγεν εἰς ἐμέ, ἕως τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν μοῦ ἐρρίψατε τὸ σχοινίον καὶ ἐξῆλθον». Ἔτρεξαν λοιπὸν εὐθὺς μετὰ ταῦτα αἱ Μοναχαὶ καὶ ἡ θεραπευθεῖσα γυνὴ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου, καὶ μὲ δάκρυα ἀγαλλιάσεως καὶ εὐγνωμοσύνης ἀπέδωκαν τὴν εὐχαριστίαν εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν θεράποντα αὐτοῦ Γεράσιμον. Ἀπὸ ὅλους κηρύττεται δὲ καὶ ἀναμφιβόλως πιστεύεται, ὅτι ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία καὶ προστασία τοῦ Ἁγίου τούτου διεφύλαξε καὶ ζῶντος αὐτοῦ, καὶ μετὰ θάνατον, ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους καὶ περιστάσεις θλιβερὰς τὴν νῆσον Κεφαλληνίαν, εἰς τὴν ὁποίαν φαίνεται καθαρά, ὅτι ἐχαρίσθη ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν θείαν εὐσπλαγχνίαν, ὡς δῶρον οὐράνιον καὶ ὡς εἷς ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἄνδρας, τοὺς ὁποίους ἡ θεία Πρόνοια ἔχει διωρισμένους διὰ σωτηρίαν τῶν πολλῶν.

    Μία ἀπὸ τὰς περιστάσεις αὐτάς, κατὰ τὰς ὁποίας ἐφάνη ἡ προστασία τοῦ Ἁγίου εἰς τὴν νῆσον Κεφαλληνίαν, πιστεύεται ἀπὸ ὅλους ἀναμφιβόλως, ὅτι ἔγινεν ἐκείνη τοῦ θανατικοῦ εἰς τὰ χίλια ἑπτακόσια ἑξῆντα (1760), περὶ τῆς ὁποίας προείπομεν. Ἡ φθοροποιὸς αὕτη νόσος ἐπῆγε κατ’ ἀρχὰς εἰς τὰ μέρη τῆς Λιβαθοῦς, προξενήσασα ὀλέθρια ἀποτελέσματα, ἐκεῖθεν δὲ μετεδόθη καὶ εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἀργοστολίου καὶ εἰς ἄλλα μέρη τῆς νήσου, καὶ ἤρχισε νὰ ἀπειλῇ μεγάλην φθοράν, ὥστε ἐλήφθησαν ἀπὸ τὴν τότε ἐξουσίαν ὅλαι αἱ δυναταὶ ἀνθρώπιναι προφυλάξεις καὶ τὰ ἁρμόδια μέσα διὰ νὰ ἐμποδισθῇ ἡ μετάδοσις τοῦ κακοῦ ἐκείνου. Ὅλοι ὅμως κοινῶς ἐφώναζον καὶ ἐπεκαλοῦντο τὸν Ἅγιον Γεράσιμον νὰ προφθάσῃ καὶ νὰ ἐλευθερώσῃ τὴν νῆσον του ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὀλέθριον καὶ μέγα κακόν. Δὲν παρέβλεψε δὲ ὁ συμπαθέστατος καὶ ἕτοιμος βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς νήσου του, ὁ πεμφθεὶς παρὰ Θεοῦ ἐπὶ τούτῳ διὰ νὰ εἶναι εἰς αὐτὴν ἄγρυπνος προστάτης καὶ πρὸς Θεὸν μεσίτης ἰσχυρότατος. Ἐν ᾧ λοιπὸν ἡ νῆσος ὅλη εὑρίσκετο εἰς τοιαύτην ἀθυμίαν καὶ φόβον, ἐπρόφθασεν ἡ θεία ἀντίληψις καὶ εἰσηκούσθη τοῦ Ἁγίου ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ του ἱκεσία, ἀκούσατε δὲ πῶς τοῦτο ἐφανερώθη.

    Εὑρίσκοντο εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου δύο παλαιαὶ καὶ θαυματουργοὶ Εἰκόνες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ μία εἰς τὴν παλαιὰν Ἐκκλησίαν, ἐπάνω εἰς τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου, καὶ ἡ ἄλλη εἰς τὸ δοχεῖον. Ἔχομεν δὲ βεβαιότητα ἀρκετὴν ποία ἀπὸ αὐτὰς τὰς δύο Εἰκόνας εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία εὑρέθη μέσα εἰς τὴν λόχμην, ὅταν κατ’ ἀρχὰς εὑρέθη αὕτη, ὡς εἴπομεν, ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχον Γεώργιον, καὶ ποία εἶναι ἐκείνη τὴν ὁποίαν ἔφερε μεθ’ ἑαυτοῦ ὁ Ἅγιος, ὅταν ἐπῆγε νὰ κατοικήσῃ ἐκεῖ ἵνα συστήσῃ τὸ Μοναστήριόν του. Ἔχομεν ὅμως σταθερὰν καὶ βεβαίαν παράδοσιν, ὅτι τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τὴν εὑρισκομένην εἰς τὸ δοχεῖον, ἠθέλησαν ἕνα καιρὸν νὰ τὴν μετακομίσωσι καὶ αὐτὴν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καθὼς καὶ τὸ ἔπραξαν· ἀλλὰ τὴν αὐτὴν νύκτα μετεφέρθη παραδόξως καὶ τὴν πρωΐαν τὴν εὗρον πάλιν εἰς τὸν πρῶτόν της τόπον, εἰς τὸ δοχεῖον· ὅθεν ἡσύχασαν καὶ ἐπληροφορήθησαν, ὅτι ἤθελε νὰ εὑρίσκηται ἐκεῖ, καὶ διὰ τοῦτο διετήρουν ἔμπροσθέν της κανδήλαν ἀκοίμητον καὶ λαμπάδα ἤναπτον εἰς καιροὺς ἁρμοδίους, καὶ δὲν τὴν μετετόπιζον ἐκεῖθεν, εἰμὴ μόνον, ὅταν ἐλιτάνευον μετὰ τοῦ ἁγίου λειψάνου, τότε ἐφέρετο ἀπὸ δύο Ἱερεῖς καὶ αὐτὴ ἡ ἁγία Εἰκὼν καὶ προεπορεύετο καὶ ἠκολούθει ἡ λάρναξ μὲ τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦτο διετηρεῖτο ἀμετατρέπτως, ἕως οὗ ἐφυλάττοντο αἱ ἀρχαῖαι παραδόσεις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἐκείνης, ὡς πάντες γνωρίζουσιν.

    Κατὰ δὲ τὴν περίστασιν τοῦ θανατικοῦ, ἦτο δοχειάρισσα (ἀποθηκάριος) Μοναχή τις, ὀνόματι Ἀκακία, ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς Σάμης, ἀπὸ χωρίον Ζερβᾶτα, ἥτις κατὰ τὸ ὄνομα εἶχε καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν πολιτείαν της ἄκακον καὶ ἐνάρετον. Ὅθεν καὶ ὅλαι αἱ Μοναχαὶ εἶχον εἰς αὐτὴν ὑπόληψιν καὶ σέβας. Αὕτη λοιπὸν ἡ Ἀκακία εἶδε τότε εἰς τὸν ὕπνον της, ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὸ δοχεῖον καὶ ἔκαμνε τὰς συνηθισμένας εἰς αὐτὴν ἐκεῖ ὑπηρεσίας, στρέφουσα δὲ τοὺς ὀφθαλμούς της εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, ἡ ὁποία, ὡς εἴπομεν, εὑρίσκετο εἰς τὸ αὐτὸ δοχεῖον, εἶδε Μοναχόν τινα γονατιστὸν ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας αὐτῆς Εἰκόνος, καὶ ἔλεγε πρὸς αὐτήν· «Εἶναι μὲ τὸ θέλημά σου, Κυρία μου, νὰ διώξω τὸ φθοροποιὸν κακὸν ἀπὸ τὴν νῆσον ταύτην, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ εὐσπλαγχνία καὶ ἡ πρόνοια τοῦ γλυκυτάτου Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ μου μὲ διώρισε προστάτην καὶ φύλακα;». Τότε ἀκούει ἡ αὐτὴ Ἀκακία φωνήν, ὡς νὰ ἐξήρχετο ἀπὸ τὴν Εἰκόνα, ἥτις ἔλεγεν εἰς τὸν Μοναχὸν· «Ναί, δοῦλε γνήσιε τοῦ Υἱοῦ μου, θέλημά του εἶναι καὶ δίωξέ το, διότι καὶ ἐγὼ τὸν παρεκάλεσα περὶ τούτου καὶ συγκατένευσε». Τότε βλέπει ἡ Ἀκακία τὸν Μοναχὸν ἐκεῖνον, ὅτι ἠγέρθη καὶ μὲ τὴν ράβδον τὴν ὁποίαν ἐκράτει εἰς τὴν δεξιάν του χεῖρα ἐξετύλιξε μίαν βελέντσαν, ἡ ὁποία ἦτο ἐκεῖ τυλιγμένη, ἀφ’ οὗ δὲ τὴν ἥπλωσεν, ἐμάζευσε μὲ τὴν ράβδον του ἀπὸ αὐτὴν ὕλην τινὰ ὡς βαμβάκιον λεπτότατον. Ἀφοῦ δὲ τὸ ἐμάζευσεν ὅλον εἰς τὸ ἄκρον τῆς ράβδου του ἐξῆλθεν εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τὸ διεσκόρπισεν εἰς τὸν ἀέρα. Τότε ἡ Ἀκακία ἐξυπνήσασα πλήρης ἀπὸ χαρὰν καὶ εὐχαριστίαν ἐκάλεσε τὰς Μοναχὰς ὅλας καὶ διηγήθη φανερὰ τὸ ἐνύπνιον, ὅλαι δὲ ἔτρεξαν εὐθὺς μετὰ χαρᾶς καὶ δακρύων καὶ ἔψαλαν παράκλησιν ἔμπροσθεν τῆς αὐτῆς ἁγίας Εἰκόνος, καὶ διεφήμισαν εὐθὺς τὸ ὅραμα, διὰ νὰ παρηγορηθῇ ὁ λαὸς ὁ πεφοβισμένος καὶ διὰ νὰ λάβωσι θάρρος διὰ τὴν προστασίαν τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ τί συνέβη ἔπειτα; θαῦμα ἠκολούθησεν εἰς τὸ θαῦμα, πρὸς ἀσφαλεστέραν βεβαίωσιν.

    Τὴν αὐτὴν νύκτα, κατὰ τὴν ὁποίαν εἶδε τὸ ὅραμα εἰς τὸ Μοναστήριον ἡ Ἀκακία, γυνή τις ἀπὸ Λιθαβὼ ἀπὸ τὸ χωρίον Λακήθρα, νυμφευμένη εἰς τὰ Βαλσαμᾶτα, μὲ τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωάννου Βαλσάμου Παγουλάτου, εἶχεν ἐπιστρέψει ὀλίγας ἡμέρας πρότερον ἀπὸ τὸ χωρίον τῶν γονέων της, τὴν Λακήθραν, εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀνδρός της εἰς τὰ Βαλσαμᾶτα. Αὕτη λοιπὸν τὴν αὐτὴν νύκτα εἶδεν εἰς τὸ ὅραμά της ἕνα Μοναχόν, ὅστις ἀποφασιστικὰ τῆς λέγει: «Τὴν πρωΐαν, ὅταν ἐγερθῇς, χωρὶς ἀργοπορίαν νὰ ὑπάγῃς ὀπίσω εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου, διὰ νὰ μὴ κινδυνεύσῃ ἐξ αἰτίας σου ὅλη αὕτη ἡ περιοχή». Ἐγείρεται ἡ γυνὴ τὴν πρωΐαν, λέγει παρρησίᾳ τὸ ὄνειρόν της, καὶ διὰ νὰ μὴ παρακούσῃ καὶ κινδυνεύσῃ καὶ αὐτή, ἐκίνησε διὰ τὸν πατρικόν της οἶκον.

    Ἐν τοσούτῳ δὲ διεδόθησαν καὶ ἐκοινολογήθησαν ταῦτα τὰ δύο ὁράματα, καὶ ἄλλη τις γυνή, σύζυγος τοῦ Ἰωάννου Τσακαρισιάνου, ἀπὸ τὸ χωρίον Βαλσαμᾶτα, ἀκούσασα ταῦτα ἠπίστησε, καὶ φανερὰ μὲ αὐθάδειαν ἐφώναζεν ὅτι διηγοῦνται παραμύθια καὶ αἱ Μοναχαὶ καὶ ἡ γυνὴ τοῦ Παγουλάτου. Τὴν δὲ ἀκόλουθον νύκτα βλέπει καὶ αὕτη εἰς τὸν ὕπνον της Μοναχόν τινα κρατοῦντα ράβδον εἰς τὴν χεῖρα του, μὲ τὴν ὁποίαν κτυπήσας αὐτὴν εἰς τὴν δεξιὰν πλευράν της τῆς εἶπε· «Ψεύματα καὶ μῦθοι εἶναι, ὅτι ἐγὼ μὲ τὸ θέλημα τῆς Θεοτόκου ἐδίωξα τὸ θανατικὸν ἀπὸ τὴν νῆσον;». Ἐξυπνᾷ ἡ γυνὴ ὅλη ἔντρομος καὶ μὲ τὸν πόνον εἰς τὴν πλευράν, ὁ ὁποῖος ἔμεινεν εἰς αὐτὴν διὰ πίστωσιν τοῦ θαύματος, καὶ ὀδυρομένη καὶ κλαίουσα καὶ φωνάζουσα καὶ ἐξομολογουμένη τὴν ἀπιστίαν της καὶ τὰς φλυαρίας της, τρέχει δρομαία καὶ καταβαίνει εἰς τὸ Μοναστήριον, καὶ προσπίπτουσα ἔμπροσθεν τῆς λάρνακος τοῦ ἁγίου λειψάνου, ἐξομολογουμένη καὶ θρηνοῦσα ζητεῖ θερμῶς ἀπὸ τὸν Ἅγιον τὴν συγχώρησιν καὶ τὴν ἴασιν τοῦ πόνου, τὸν ὁποῖον ᾐσθάνετο ἀκόμη εἰς τὴν πλευράν της.

    Τρέχουσι τότε καὶ αἱ Μοναχαὶ ὅλαι εἰς τὰς φωνὰς τῆς γυναικός, τὴν περικυκλώνουσι καὶ τὴν ἐρωτῶσι· αὐτὴ δὲ διηγεῖται τὰ ὅσα τῆς συνέβησαν, καὶ πρὸς πίστωσιν τῶν λεγομένων γυμνώνεται καὶ δεικνύει εἰς αὐτὰς τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον τὴν ἐκτύπισεν ὁ Ἅγιος μὲ τὴν ράβδον του, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ἔμεινε καὶ εἶδον ὅλοι οἱ ἐκεῖ εὑρεθέντες τὸ σημεῖον τοῦ κτύπου ἐκείνου, δηλαδὴ μαύρισμα ὡς ἑνὸς καρυδίου γῦρον, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο κτυπημένον καὶ μαυρισμένον. Τότε ὅλοι ἐφώναξαν τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ἡ δὲ γυνὴ στενάξασα βαθέως ἐβόησε· «Δόξα σοι, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, μοῦ ἐπέρασεν ὁ πόνος». Οὕτω δὲν ἔμεινε πλέον καμμία ἀμφιβολία, ὅτι ὅλα συνέβησαν, διὰ νὰ φανερωθῇ ἀναμφιβόλως καὶ ἡ μεγάλη πρὸς Θεὸν παρρησία τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ ἰσχυρὰ καὶ ἄγρυπνος προστασία του εἰς τὴν νῆσον Κεφαλληνίαν.

    Ἀπέδωκαν λοιπὸν κοινὰς δοξολογίας εἰς τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστίας εἰς τὸν Ἅγιον, διότι ἐσβέσθη πλέον ἡ νόσος καὶ οὐδὲν ἄλλο ἀποτέλεσμα ἢ κακὸν ἐπροξένησε τελείως. Τοιουτοτρόπως ἐπληροφορήθησαν πάντες ἐμπράκτως, ὅτι εἰς τὸ ἅγιον λείψανον τοῦ Ὁσίου τούτου εἶναι ἐκ Θεοῦ κεχαρακτηρισμένον μὲ τρόπον θαυμάσιον τὸ εὐαγγελικὸν ἐκεῖνο παράγγελμα· «Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε… δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. ι’ 8).

    Κατὰ τὸ ἔτος χίλια ἑπτακόσια ὀγδοήκοντα (1780), διαδοθέντων ἤδη πανταχοῦ σχεδὸν τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου τούτου, καὶ μάλιστα διὰ τὴν ἐξουσίαν μὲ τὴν ὁποίαν ἐκ Θεοῦ ἐπλουτίσθη εἰς τὸ νὰ διώκῃ τοὺς δαίμονας, ἦλθεν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον ἀπὸ τὰ μέρη τῶν Καλαβρύτων εἷς Ἱεροδιάκονος, ὀνομαζόμενος Νεόφυτος, ὅστις ἐταλαιπωρεῖτο βαρέως καὶ ἔπασχε μεγάλως ἀπὸ ἐπιληψίαν, τὸν κοινῶς λεγόμενον σεληνιασμόν. Οὗτος ὢν ἀγαθῆς προαιρέσεως καὶ εὐλαβὴς ἐκ νεότητός του καὶ πιστὸς εἰς τὰ θεῖα, ἀκούων τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἔλαβε σκοπὸν καλὸν καὶ βουλὴν ἀγαθήν, καὶ ἦλθεν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου εἰς τὴν προαναφερθεῖσαν ἐποχήν. Ἐπροσκύνησε λοιπὸν εὐλαβῶς τὸ ἅγιον λείψανον, καὶ ἔπειτα, σκεπτόμενος ὡς φρόνιμος, ὅτι τὸ νὰ ζητῇ τις χάριτας ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων του πρέπει νὰ γίνηται μὲ ταπείνωσιν εἰλικρινῆ, μὲ συντριβὴν καὶ πόνον καρδίας, μὲ ὑπομονὴν καὶ ἐπιμονήν, ἀπεφάσισε νὰ μείνῃ εἰς τὸ Μοναστήριον, ἐλπίζων βεβαίως ὅτι ἔμελλε νὰ λάβῃ τὴν θεραπείαν του διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου. Διέτριψε λοιπὸν ἐκεῖ ἓν ὁλόκληρον ἔτος, τρώγων μόνον ἄρτον καὶ πίνων ὕδωρ εἰς ὅλον τὸ διάστημα τοῦ ἔτους, καὶ προσπίπτων καθ’ ἡμέραν καὶ δεόμενος τοῦ Ἁγίου διὰ τὴν θεραπείαν του, τὴν ὁποίαν καὶ ἔλαβε πληρεστάτην καὶ ἐντελεστάτην εἰς τὸ πλήρωμα τοῦ ἔτους, διότι ἐμφανισθεὶς εἰς αὐτὸν ὁ Ἅγιος εἰς τὸ ὅραμά του καὶ εὐλογήσας αὐτόν, τὸν ἐπληροφόρησε διὰ τὴν θεραπείαν του, ὥστε μετὰ ταῦτα καὶ Ἱερεὺς ἐτελειώθη, καὶ ἐφημέριος εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου ἐχρημάτισε διὰ πολλὰ ἔτη, ἂν δὲ διά τινας καιρικὰς περιστάσεις ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον καὶ ἐφημέρευεν εἰς τὴν πόλιν τοῦ Ἀργοστολίου, διῆγεν ὅμως πολιτείαν κατὰ πάντα οἰκείαν καὶ πρέπουσαν εἰς τὸ ἐπάγγελμά του.

    Τὸ ἀκόλουθον ἔτος 1781 ἠσθένησεν ὁ Μοναχὸς τοῦ Μοναστηρίου, ὅστις ἦτο διωρισμένος βοσκὸς εἰς τὰ πρόβατα. Ὅθεν ἐπειδὴ ἐστενοχωρήθη ἡ Καθηγουμένη, μὲ τὴν γνώμην καὶ τῶν λοιπῶν Μοναζουσῶν τῆς Μονῆς, αἱ ὁποῖαι τότε ἐπεστάτουν εἰς τὰ πράγματα τῆς αὐτῆς Ἱερᾶς Μονῆς, κατὰ τὴν διαθήκην, ὡς εἴπομεν, τοῦ Ἁγίου, καὶ ἐστενοχωρήθησαν, λέγω, καὶ ἐπῆραν ἄλλον βοσκὸν πρὸς καιρὸν ἀπὸ τὸ χωρίον Βαλσαμᾶτα, ὀνόματι Ἰωάννην, διὰ νὰ φυλάττῃ τὰ πρόβατα τοῦ Μοναστηρίου. Οὗτος δέ, ὢν ἄνθρωπος κακότροπος καὶ κλέπτης, ἔπειτα ἀπὸ τέσσαρας ἡμέρας πηγαίνει εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ λέγει εἰς τὰς Μοναχάς· «Κυρίαι μητέρες, ἐχάθησαν δέκα προβατῖναι». Ἐκεῖναι τοῦ λέγουσι· «Πῶς ἔγινε τοῦτο; ποτὲ πρόβατα τοῦ Ἁγίου δὲν ἐκλάπησαν, καὶ τώρα, εἰς τέσσαρας ἡμέρας, ὅπου σὺ τὰ φυλάττεις, ἐχάθησαν δέκα; ἴδε καλὰ νὰ εὑρεθῶσι τὰ πρόβατα, ἐπειδὴ βέβαια ἐλπίζομεν ὅτι ὁ Ἅγιος μέλλει νὰ τὰ φανερώσῃ». Αὐτὸς δὲ λέγων ὅτι θέλει φροντίσει καὶ ἐξετάσει, ἀνεχώρησεν.

    Τὴν ἑπομένην πρωΐαν λέγει ὁ κλέπτης ἐκεῖνος βοσκὸς εἰς τὴν γυναῖκά του· «Ὁδήγησε τὰς δέκα προβατίνας εἰς τόπον παράμερον καὶ προσπάθησε νὰ βοσκήσωσί τι κρυφίως ἕως τὸ ἑσπέρας, τὴν δὲ νύκτα θὰ τὰς ἀπομακρύνω ἐγὼ εἰς ἄλλην περιοχήν». Εἰπὼν δὲ ταῦτα ἐξῆλθε μὲ τὰ πρόβατα τοῦ Μοναστηρίου διὰ νὰ τὰ βοσκήσῃ· ἔπειτα ἐξέβαλε καὶ ἡ γυνή του σιωπηλῶς τὰς δέκα προβατίνας διὰ νὰ τὰς ὑπάγῃ εἰς τόπον παράμερον νὰ βοσκήσωσι, κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ ἀνδρός της, ἀλλὰ αἱ προβατῖναι, εὐθὺς ὡς αὕτη τὰς ἐξέβαλεν ἔξω, βελάζουσαι καὶ φωνάζουσαι ἔτρεχον εἰς τὸ Μοναστήριον. Τρέχει ἡ γυνὴ ὄπισθέν των, τὰς φωνάζει, ρίπτει πέτρας ἐναντίον των, πασχίζει νὰ τὰς ὀπισθογυρίσῃ, ἀλλ’ αἱ προβατῖναι, ὡς νὰ εἶχον αἴσθησιν, χωρὶς νὰ φοβηθῶσι ἢ νὰ προσέξωσιν εἰς ἄλλο, δρομαίως τρέχουσαι καὶ φωνάζουσαι φθάνουν καὶ στέκονται ἔμπροσθεν εἰς τὴν θύραν τῆς Ἐκκλησίας βελάζουσαι. Ἀκούουσιν αἱ Μοναχαί, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκοντο ἐντὸς αὐτῆς, ἐπειδὴ δὲν εἶχεν ἀκόμη ἀπολύσει ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ἐξέρχονται καὶ βλέπουσι τὰς προβατίνας, αἱ ὁποῖαι εὐθὺς ἐσιώπησαν. Γνωρίσασαι τότε αὐτὰς αἱ Μοναχαὶ εἰσῆλθον πάλιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἀπέδωκαν μετὰ δακρύων καὶ χαρᾶς τὰς εὐχαριστίας των εἰς τὸν Ἅγιον.

    Τὸ αὐτὸ ἔτος ἔφερον εἰς τὸ Μοναστήριον χωρικόν τινα ἀπὸ τὸ χωρίον Κατούνα, ὀνόματι Γεώργιον, νέον τὴν ἡλικίαν, ἀσθενῆ πολὺ καὶ ταλαιπωρημένον, ὅστις ἐδείκνυε τρέλλαν, ὅμως εἶχε δαιμόνιον, τὸ ὁποῖον τὸν ἔκαμε νὰ παρουσιάζῃ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν διάφορα συμπτώματα τρέλλας, παρελήρει καὶ τὸν ἐκυρίευεν ἄκρα ἀδυναμία καὶ παραλυσία εἰς ὅλον τὸ σῶμα του, ὥστε ἐφαίνετο ἐλεεινὸν καὶ ἀξιοδάκρυτον θέαμα. Οὗτος ἔμεινεν ἓν ἔτος εἰς τὸ Μοναστήριον, χωρὶς νὰ λάβῃ καμμίαν θεραπείαν εἰς ἑαυτόν. Μίαν ἡμέραν λοιπόν, πηγαίνων ὁ ἐφημέριος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ λειτουργήσῃ, βλέπει τὸν Γεώργιον καθήμενον ἔξω τῆς Ἐκκλησίας καὶ κλαίοντα πικρῶς. Κινηθεὶς λοιπὸν εἰς συμπάθειαν ὁ ἐφημέριος τοῦ λέγει· «Τὶ ἔχεις, Γεώργιε, καὶ κλαίεις;». «Τὶ ἔχω;», ἀποκρίνεται αὐτός· «εὑρίσκομαι ἐδῶ τόσον καιρὸν καὶ καλυτέρευσιν καμμίαν δὲν ἔλαβα καὶ βλέπω τόσους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἦλθον ὕστερον ἀπὸ ἐμέ, οἵτινες ἔλαβον τὴν ὑγείαν των καὶ ἐπέστρεψαν ὑγιεῖς εἰς τοὺς οἴκους των, καὶ ἐγὼ ὁ ταλαίπωρος εἰς τόσον καιρὸν νὰ βλέπω ὅτι δὲν γίνεται εἰς ἐμὲ ἔλεος ἀπὸ τὸν Ἅγιον, πῶς νὰ μὴ κλαίω καὶ νὰ μὴ ὀδύρωμαι;».

    Ταῦτα λέγων, ἔκλαιεν ὁ δυστυχὴς θερμότατα τόσον, ὥστε ὁ ἐφημέριος κινούμενος περισσότερον ἀπὸ συμπάθειαν, τρέχει εὐθὺς καὶ φανερώνει ταῦτα εἰς τὸν Ἡγούμενον, ὅστις κινηθεὶς παρομοίως εἰς ἔλεος, καὶ ἐμπνευσθεὶς βέβαια ἐκ Θεοῦ, καλεῖ εὐθὺς τὸν Γεώργιον καὶ τοῦ λέγει· «Καὶ ἐγὼ ἀπορῶ, τέκνον μου, διὰ τὸν ἑαυτόν σου, διότι, δόξα τῷ Ἁγίῳ ὅποιος ἦλθεν ἐδῶ, δὲν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκόν του ἀθεράπευτος, καθὼς καὶ σὺ εἶδες πολλοὺς ἀπὸ τὸν καιρὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἦλθες ἐδῶ, οἵτινες ἦλθον καὶ ὅλοι, εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου, ἀνεχώρησαν τεθεραπευμένοι καὶ χαίροντες. Μήπως ἔχεις, τέκνον μου, καμμίαν ἁμαρτίαν ἀνεξομολόγητον ἀπὸ λήθην ἢ ἀμάθειάν σου καὶ αὐτὴ ἐμποδίζει τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήσῃ καὶ εἰς σὲ διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου;». Τότε ὁ Γεώργιος, κλαίων περισσότερον, τοῦ λέγει· «Πάτερ ἅγιε, δὲν γνωρίζω ἄλλο, παρὰ ὅταν μὲ εὗρεν ἡ τοιαύτη ἀσθένεια, ἐπῆγα εἰς μίαν τούρκισσαν, διὰ τὴν ὁποίαν ἔλεγον ὅλοι ἐκεῖ εἰς τὴν παιρίδα μου, ὅτι κάμνει πολλὰς ἰατρείας ἡ ὁποία μοῦ ἔδωκε νὰ βαστῶ τοῦτο τὸ φυλακτόν».

    Λέγων δὲ ταῦτα, ἐξέβαλε τὸ φυλακτὸν καὶ τὸ ἔδωσεν εἰς τὸν Ἡγούμενον, ὁ ὁποῖος ἐκτυλίσσων αὐτό, εὑρίσκει μέσα νῆμα κομπιασμένον καὶ περιτετυλιγμένον εἰς ὀλίγον χαρτίον, εἰς τὸ ὁποῖον ἦσαν γεγραμμένα γράμματα τουρκικά. Εὐθὺς λοιπὸν ὁ Ἡγούμενος λαμβάνει τὸν ἀσθενῆ ἀπὸ τὴν χεῖρα βαστάζων τὸ φυλακτὸν αὐτὸ καὶ πηγαίνει ὁμοῦ μετ’ αὐτοῦ καὶ ἀνοίγει τὴν λάρνακα τοῦ ἁγίου λειψάνου· ἀφοῦ δὲ καθωδήγησε τὸν Γεώργιον καὶ τὸν ἑρμήνευσε τὰ δέοντα, νὰ προσπέσῃ δηλαδὴ μὲ τὴν πρέπουσαν συντριβὴν καὶ μετάνοιαν καὶ νὰ ζητήσῃ τὴν συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Ἅγιον, τὸν ἔβαλεν ἐκεῖ, παρρησίᾳ πολλῶν συνδραμόντων, καὶ ἔκαυσεν ὁ ἴδιος ὁ Γεώργιος μόνος του ἔμπροσθεν εἰς τὸ ἅγιον λείψανον τὸ κατηραμένον ἐκεῖνο φυλακτόν, μετὰ ἀπὸ τὴν θείαν λειτουργίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχον συναχθῆ ὅλαι αἱ Μοναχαὶ καὶ ὅλοι ὅσοι εὑρέθησαν εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ διὰ νὰ ἀκούσωσι βεβαίως τὴν θείαν λειτουργίαν, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ μάθωσι καταλεπτῶς τὰ περὶ τοῦ Γεωργίου.

    Μετὰ λοιπὸν τὴν θείαν ἱερουργίαν ἔψαλαν παράκλησιν μετ’ εὐλαβείας καὶ πίστεως, παρακαλοῦντες ὅλοι κοινῶς τὸν Ἅγιον νὰ μεσιτεύσῃ διὰ τὸν ἀσθενῆ Γεώργιον καὶ νὰ ἐπιτύχῃ παρὰ Θεοῦ τὴν συγχώρησιν καὶ ἴασιν. Ἔπειτα πάλιν ὁ Ἡγούμενος, καθοδηγήσας αὐτὸν καὶ ἐνισχύσας εἰς τὴν πίστιν, τὸν ἄφησεν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Οὗτος δὲ λαβὼν θάρρος καὶ ἐλπίδα ἀπὸ τὰ ἄνωθεν πραχθέντα, ἔμεινεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐδέετο τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἤξευρε καὶ ὅπως ἠδύνατο, νὰ κάμῃ ἔλεος εἰς αὐτόν. Κατὰ δὲ τὴν αὐτὴν νύκτα, ἐνῷ ἐκοιμᾶτο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὁ Γεώργιος, τοῦ ἐφάνη ὅτι ἤνοιξεν ἡ λάρναξ τοῦ ἁγίου λειψάνου καὶ εἶδε τὸν Ἅγιον, ὅστις ὕψωσε τὴν δεξιάν του, τὸν ηὐλόγησε καὶ τοῦ εἶπε· «Γεώργιε, ἐθεραπεύθης ἐκ τῆς ἀσθενείας σου, μόνον ἔχε φόβον εἰς τὸν Θεὸν καὶ πρόσεχε εἰς τὸ ἑξῆς ἀπὸ ἁμαρτίας». Ἐξυπνήσας εὐθὺς ὁ Γεώργιος τρέχει καὶ προσπίπτων ἔμπροσθεν εἰς τὴν λάρνακα τοῦ ἁγίου λειψάνου, ηὐχαρίστει μετὰ δακρύων τὸν Ἅγιον. Εἰς τὴν αὐτὴν στιγμὴν ἐκτύπησε τὸ σήμαντρον διὰ τὸν Ὄρθρον καὶ ἐμβαίνει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὁ ἐφημέριος, συνάγονται δὲ καὶ ὅλαι αἱ Μοναχαὶ καὶ βλέπουσι τὸν Γεώργιον πεπτωκότα ἔμπροσθεν τῆς λάρνακος καὶ δοξάζοντα τὸν Ἅγιον. Ἰδὼν δὲ οὗτος τοὺς εἰσελθόντας ἐγείρεται εὐθὺς καὶ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ καὶ μὲ τὴν πρέπουσαν εὐγνωμοσύνην διηγεῖται εἰς ὅλους τὴν εἰς αὐτὸν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ ὅσα εἶδεν εἰς τὸ ὅραμά του. Ἐδόξασαν λοιπὸν ὅλοι θερμῶς τὸν Θεὸν καὶ ὁ Γεώργιος ἔμεινε τεθεραπευμένος, τὴν δὲ ἑπομένην ἡμέραν ἀνεχώρησε διὰ τὴν πατρίδα του, χαίρων καὶ εὐχαριστῶν τὸν Ἅγιον καὶ κηρύττων εἰς ὅλους καὶ πανταχοῦ τὴν εἰς αὐτὸν θαυματουργίαν του.

    Κατὰ τὸ ἔτος αψπε΄ (1785), γυνή τις ἀπὸ τὸ χωρίον Κατοχὴ ἔφερεν εἰς τὸ Μοναστήριον κόρην τινὰ ἕως εἴκοσιν ἐτῶν, ὀνομαζομένην Σωσάναν. Ἦτο δὲ αὕτη θέαμα ἐλεεινὸν καὶ ἀξιοδάκρυτον, διότι ὄχι μόνον ἦτο βωβὴ καὶ ἄλαλος καὶ κωφή, ἀλλὰ καὶ πολλάκις, σχίζουσα τὰ ἱμάτιά της, ἐτύπτετο μόνη της τόσον, ὥστε ἐκινοῦσεν εἰς εὐσπλαγχνίαν καὶ τὴν σκληροτέραν καρδίαν. Ἀφοῦ δὲ διῆλθεν οὕτω ἓν ἔτος εἰς τὸ Μοναστήριον, ἤρχισε τὴν νύκτα καὶ ἐτραγῴδει δυνατά, τὴν δὲ ἡμέραν δὲν ὡμίλει τελείως, ἀλλὰ ἔμενε κωφὴ καὶ ἄλαλος, οὔτε ἀπεκρίνετο οὐδὲν εἰς ὅποιον καὶ ἐὰν τῆς ἐλάλει. Ἐὰν τῆς ἔδιδον νὰ φάγῃ, ἔτρωγεν, ἐὰν ὄχι, οὔτε ἐζήτει αὐτή, οὔτε ἐλάλει καθόλου· ἔρριπτε δὲ ἐπάνω της καὶ τὸ οὖρόν της καὶ τὰ περιττώματα καὶ ἦτο θέαμα ἐλεεινόν. Μίαν δὲ τῶν ἡμερῶν, ἐνῷ ἔψαλλον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὸν ἑσπερινόν, ἤρχισεν αὐτὴ ἡ Σωσάνα, εὑρισκομένη ἐκεῖ, νὰ κλαίῃ δυνατά, νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ κάμνῃ θόρυβον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὥστε ὁ ἐφημέριος ὀργισθεὶς ἐπλησίασεν αὐτὴν καὶ τὴν ἐπετίμα καὶ τὴν ἠπείλει εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου νὰ σιωπήσῃ καὶ νὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ ψάλωσι τὴν ἀκολουθίαν· ἐκείνη ὅμως, ἔτι περισσότερον ἀγριαίνουσα, ἐφώναζε καὶ ἔκλαιε δυνατώτερα. Τότε ὁ ἐφημέριος ὀργισθεὶς καὶ αὐτὸς περισσότερον, τῆς ἔδωκε σφοδρότατον ράπισμα, διὰ τὸ ὁποῖον αὐτὴ ἔκλαυσε ἔτι δυνατώτερα.

    Τὴν αὐτὴν νύκτα βλέπει εἰς τὸν ὕπνον του ὁ Ἐφημέριος, ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ αἴφνης ἤνοιξεν ἡ λάρναξ τοῦ ἁγίου λειψάνου, ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ ἔκαμε νεῦμα νὰ πλησιάσῃ πρὸς αὐτόν. Πλησιάσας λοιπὸν ὁ ἐφημέριος, βλέπει τὸν Ἅγιον, ὅστις ἐκράτει εἰς χεῖράς του μέγα βιβλίον, τὸ ὁποῖον σηκώνων, ἐκτύπησε μὲ αὐτὸ τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐφημερίου καὶ τοῦ λέγει· «Σοῦ ἐπόνεσεν; οὕτω μὲ ἐπόνεσε καὶ ἐμὲ τὸ ράπισμα χθὲς εἰς τὸν ἑσπερινόν. Ἐγείρου, πήγαινε, σήμανε διὰ τὸν Ὄρθρον, διότι εἶναι καιρός, καὶ μὴ ποιήσῃς τοῦτο πλέον». Ἐξυπνᾷ λοιπὸν εὐθὺς ὁ ἐφημέριος, ὅλως πεφοβισμένος καὶ ἔντρομος, καὶ ὑπάγει ὡς ἐκστατικὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀφοῦ ἐζήτησε ταπεινῶς συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Ἅγιον, ἤρχισε νὰ ἀναγινώσκῃ τὴν Ἀκολουθίαν· ἐνῷ δὲ συνήγοντο αἱ Μοναχαὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀκούουσι τὴν ἄλαλον καὶ κωφὴν Σωσάναν, ἥτις δὲν εἶχε λαλήσει ποτὲ ἄλλην φοράν, νὰ φωνάζῃ καθαρὰ καὶ δυνατά· «Ἂς ἔλθῃ ὁ παπᾶ Νεόφυτος (οὗτος ἦτο ὁ προαναφερθεὶς Ἱερομόναχος, ὅστις ἐθεραπεύθη ἀπὸ τὸν Ἅγιον καὶ ἱερώθη, τότε δὲ ἦτο ἐφημέριος τοῦ Μοναστηρίου), ὅστις χθὲς τὸ ἑσπέρας μὲ ἐρράπισε, νὰ μοῦ δώσῃ νὰ φάγω, διότι πεινῶ». Καὶ οὕτως ἐθεραπεύθη καὶ ἔλαβεν ἐντελεστάτην τὴν ὑγείαν της ἡ Σωσάνα καὶ εἰς ὀλίγας ἡμέρας μετὰ ταῦτα ἀνεχώρησε διὰ τὴν πατρίδα της, δοξάζουσα τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστοῦσα τὸν Ἅγιον.

    Κατὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος ͵αψπϛ’ (1786), ἔφεραν εἰς τὸ Μοναστήριον γυναῖκα τινὰ ἀπὸ τὰ Λεχαινὰ τῆς Πελοποννήσου, ὀνομαζομένην Μαρίαν, ἡ ὁποία ἐβασανίζετο ἀληθῶς ἡ τάλαινα ὑπὸ τοῦ μισανθρώπου δαίμονος πολὺ σφοδρότερα ἀπὸ ὅσους τοιούτους ἀσθενεῖς ἔφεραν κατὰ καιροὺς εἰς τὸν Ἅγιον χάριν θεραπείας, διότι οὐχὶ μόνον ἔπασχε τὰ συνηθισμένα ὡς εἰς τοὺς λοιποὺς τοὺς πάσχοντας ἀπὸ τοιαύτην ἀσθένειαν, ἀλλὰ τὸ παραδοξότερον εἰς ταύτην τὴν ἀσθενῆ ἦτο ὅτι, ὅταν ἐλάμβανεν εὐκαιρίαν καὶ δὲν εὑρίσκετό τις πλησίον της διὰ νὰ τὴν ἐμποδίσῃ, ἔτρωγε χαλίκια ἀπὸ τὴν γῆν, πτερά, τρίχας καὶ ἄλλα, χωρὶς ποτὲ νὰ λάβῃ, καμμίαν βλάβην. Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τέσσαρας μῆνας, ἀφοῦ διέμεινεν εἰς τὸ Μοναστήριον, Χάριτι θείᾳ διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου ἔλαβε τὴν ὑγείαν της ἐντελέστατα καὶ ἀνεχώρησε καὶ αὕτη διὰ τὴν πατρίδα της, δοξάζουσα τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστοῦσα καὶ κηρύττουσα διαπρυσίως τὴν χάριν, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Ἅγιον.

    Κατὰ τὸ ἔτος ͵αψπη’ (1788), γυνή τις ὀνόματι Αἰκατερίνη, ἀπὸ τὴν νῆσον τῆς Ἁγίας Μαύρας, δηλαδὴ τὴν Λευκάδα, ἀπὸ τὸ χωρίον το ὀνομαζόμενον Ἐγγλουβή, ἠσθένησε βαρέως καὶ πολλὰ ποιήσασα εἰς πολλοὺς ἰατρούς, καὶ πολλὰ καὶ διάφορα ἰατρικὰ μεταχειρισθεῖσα, δὲν ἠδυνήθη νὰ λάβῃ τὴν ὑγείαν της, ἕως ὅτου ἀπηλπίσθη τελείως. Ὁ δὲ ἄνδρας της, ὀνόματι Ἰωάννης, ὡς ἐμπνευσθεὶς παρὰ Θεοῦ, ἀκούων ἀπὸ πολλοὺς τὰ πολλὰ καὶ διάφορα θαύματα τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, τῆς λέγει μίαν ἡμέραν· «Θέλεις, γυνή μου, νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν Κεφαλληνίαν, εἰς τὸν Ἅγιον Γεράσιμον, ὁ ὁποῖος ἀκούω ἀπὸ πολλούς, ὅτι ποιεῖ πολλὰ καὶ ἐξαίσια θαύματα, μήπως καὶ διὰ πρεσβειῶν του ὁ Θεὸς ποιήσῃ ἔλεος καὶ εἰς ἡμᾶς;». Ἐκείνη, ἀπηλπισμένη οὖσα, τοῦ λέγει· «Ποίησον, ἄνδρα μου, ὅ,τι ὁ Θεὸς σὲ φωτίσῃ». Τὴν ἐπῆρε λοιπὸν ὁ ἀνήρ της καὶ τὴν ἔφερεν εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ προσπεσόντες ἀμφότεροι ἔμπροθεν τῆς λάρνακος τοῦ ἁγίου λειψάνου, ἐδέοντο τοῦ Ἁγίου θερμῶς νὰ μὴ παραβλέψῃ τὴν πίστιν των καὶ τὴν θλῖψιν τὴν ὁποίαν εἶχον, ἀλλὰ νὰ μεσιτεύσῃ πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Κύριον, ὅπως ἰαθῇ ἡ ἀσθενὴς ἐκείνη Αἰκατερίνη.

    Ὁ Κύριος λοιπόν, ὅστις εἰσακούει ὅσους μὲ ταπείνωσιν καὶ πίστιν ζητοῦσι τὸ ἔλεός του, ἀλλ’ ὅμως θέλει, ἵνα και ἡμεῖς μὲ τὴν ὑπομονὴν καὶ ταπείνωσιν τῆς καρδίας μας φανερώνωμεν τὴν πίστιν μας εἰς αὐτόν, ἄφησὲ τὴν ἀσθενῆ Αἰκατερίνην ἓξ μῆνας ἀθεράπευτον, εἰς τὸ διάστημα δὲ τοῦτο καὶ αὐτὴ καὶ ὁ ἀνήρ της Ἰωάννης ἐφανέρωσαν ἀληθῶς τὴν σταθεράν των ἐλπίδα καὶ πίστιν εἰς τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς πρεσβείας τοῦ Ἁγίου, ἐπειδὴ εἰς ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα τῶν ἓξ μηνῶν χωρὶς ν’ ἀδημονήσωσιν ἢ νὰ ἀπελπισθῶσι τελείως, προσέπιπτον καθ’ ἡμέραν εἰς τὸν Ἅγιον μὲ τὴν αὐτὴν πίστιν καὶ προθυμίαν, τὴν ὁποίαν ἔδειξαν ἐξ ἀρχῆς. Ὅθεν καὶ δὲν ἀπέτυχον τῆς προσδοκίας των, ἐπειδὴ μετὰ τοὺς ἓξ μῆνας, ἐνῷ ἐκείτετο ἡ ἀσθενὴς Αἰκατερίνη ἔμπροσθεν τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου καὶ κατὰ τὴν συνήθειάν της τὸν παρεκάλει, βλέπει αἴφνης φανερὰ τὸν Ἅγιον νὰ ἁπλώνῃ τὴν δεξιάν του καὶ νὰ τὴν εὐλογῇ, εὐθὺς δὲ αὐτὴ ἀπὸ τὴν χαράν της ἐγείρεται καὶ κλαίουσα ηὐχαρίστει τὸν Ἅγιον. Ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης ἔμεινεν ἐντελέστατα τεθεραπευμένη καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα της μὲ τὸν ἄνδρα της, δοξάζουσα τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον, καὶ κηρύττουσα λαμπρᾷ τῇ φωνῇ τὸ εἰς αὐτὴν γεγονὸς θαῦμα. Ἀλλὰ καὶ ὡς εὐγνώμων Σαμαρείτης, καθὼς λέγει τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, πρὸ τοῦ νὰ παρέλθῃ ἔτος, ἀφοῦ ἐθεραπεύθη, ἦλθε πάλιν ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Μαύραν εἰς τὸ Μοναστήριον μαζὶ μὲ τὸν ἄνδρα της, φέροντες καὶ δῶρον κατὰ τὰς δυνάμεις των καὶ ἀπέδωκαν μετὰ δακρύων χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως τὴν εὐχαριστίαν των εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν Ἅγιον.

    Ἄλλη τις κόρη παρθένος ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Αἰτωλίας, ἀπὸ τὸ χωρίου Μαγούλα, ὀνομαζομένη Γιαννούλα, προσεβλήθη ὑπὸ λοιμικῆς ἀσθενείας (εὐλογιᾶς) καὶ μετὰ ἕνα μῆνα ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης ἐτυφλώθη ἡ τάλαινα τελείως. Μείνασα λοιπὸν ἡ ταλαίπωρος αὐτὴ κόρη ἐστερημένη τοῦ παμποθήτου φωτός, κατελήφθη καθὼς δύναται νὰ καταλάβῃ τις, ἀπὸ θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν ἀκατάπαυστον. Εἰς τοιαύτην δὲ κατάστασιν εὑρισκομένη αὐτὴ ἡ ἀθλία Γιαννούλα, βλέπει μίαν νύκτα εἰς τὸν ὕπνον της Μοναχόν τινα, ὅστις εἶπε πρὸς αὐτήν· «Μὴ λυπεῖσαι διὰ τὴν συμφοράν σου, μόνον ὕπαγε εἰς τὴν Κεφαλληνίαν, καὶ θέλει σὲ ἰατρεύσει ὁ Γεράσιμος». Ἐξυπνᾷ ἡ κόρη ὅλη εὔελπις καὶ διηγεῖται εἰς τοὺς γονεῖς της τὸ ὄνειρον. Οὗτοι δὲ πιστεύσαντες μὲ πίστιν σταθεράν, ἐπειδὴ εἶχον ἀκούσει ἀπὸ πολλοὺς περὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου, λαμβάνουσι μὲ προθυμίαν τὴν κόρην των Γιαννούλαν καὶ ἔρχονται εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου εἰς τὰ ͵αψϟ’ (1790) εἰς τὸ ὁποῖον παρέμειναν ἐπὶ ἓν ὁλόκληρον ἔτος, σταθεροὶ εἰς τὴν πίστιν των καὶ εἰς τὴν πρὸς τὸν Ἅγιον ἐλπίδα των.

    Πράγματι, κατὰ τὴν πίστιν των ἔλαβον καὶ τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ πόθου των καὶ ἐπέτυχον τοῦ ποθούμενου φωτὸς τῆς θυγατρός των, διότι, ἐν ᾧ ἐτελείωνε τὸ ἔτος, βλέπει πάλιν ἡ Γιαννούλα τὸν αὐτὸν Μοναχὸν εἰς τὸ ὅραμά της, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἴδει καὶ εἰς τὴν Μαγούλαν, τὸ χωρίον της, καθὼς αὐτὴ παρρησίᾳ καὶ μὲ θάρρος ἐκήρυττε καὶ εὐλογήσας αὐτήν, τῆς λέγει· «Ἐγείρου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου, εἶσαι ὑγιής». Ἠγέρθη ἡ κόρη εὐθὺς ὅλη ἔντρομος καὶ βλέπουσα καθαρὰ ἤρχισεν ἀπὸ τὴν χαράν της νὰ φωνάζῃ δυνατά. Τρέχουσι καὶ οἱ γονεῖς της καὶ βλέποντες τὸ θαῦμα εὐχαριστοῦσι τὸν Ἅγιον καὶ φωνάζουσι καὶ αὐτοὶ κλαίοντες, τρέχουσι καὶ αἱ Μοναχαὶ καὶ ὅσοι εὑρέθησαν εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ βλέπουσιν ὅλοι τὴν κόρην, τὴν χθὲς τυφλήν, νὰ βλέπῃ καθαρά. Ὅθεν κράζουσιν ὅλοι μετὰ δακρύων τό «Κύριε, ἐλέησον», εἶτα τρέχουσι καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἀποδίδουσι τὰς εὐχαριστίας εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν Ἅγιον. Μετὰ δύο ἡμέρας ἀνεχώρησαν εἰς τὴν πατρίδα των οἱ γονεῖς μετὰ τῆς θυγατρός των ἐκείνης, τὴν ὁποίαν, ἀφοῦ ὑπάνδρευσαν ἔπειτα ἀπὸ εἴκοσι σχεδὸν μῆνας, ὡς εὐγνώμονες ἐπέστρεψαν εἰς τὸν Ἅγιον μετὰ τῆς θυγατρός των αὐτῆς καὶ μετὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ γαμβροῦ των καὶ ἀπέδωκαν πάλιν ὅλοι μετὰ δακρύων ἀγαλλιάσεως καὶ χαρᾶς τὰς εὐχαριστίας των εἰς τὸν Ἅγιον καὶ οὕτως ἀπῆλθον εἰς τὰ ἴδια, χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι καὶ κηρύττοντες λαμπρᾷ τῇ φωνῇ εἰς ὅλους καὶ πανταχοῦ τὴν εὐεργεσίαν τὴν ὁποίαν ἀπήλαυσαν.

    Κατὰ τὸ ἔτος ͵αψϟγ’ (1793), ἄνθρωπός τις καλούμενος Ἰωάννης Πελοποννήσιος, ἀπὸ τὸ χωρίον Λεχαινά, ὅστις εἶχε και αὐτὸς τὸ δεινὸν πάθος τοῦ σεληνιασμοῦ ἔτη ὀκτώ, καταθλιβόμενος καὶ ταλαιπωρούμενος ὁ τάλας ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτον καὶ πονηρὸν αὐτὸ πνεῦμα, ἔβλεπεν ὅτι ὅσον παρήρχετο ὁ καιρός, τόσον περισσότερον ηὔξανε καὶ ἡ ταλαιπωρία του καὶ ἡ βάσανός του. Ἀκούων δὲ καὶ αὐτὸς παρὰ πολλῶν τὰς ἰάσεις καὶ τὰ θαύματα, τὰ ὁποία καθ’ ἑκάστην ἐγίνοντο καὶ διὰ τοῦτο πανταχοῦ ἐκηρύττοντο τοῦ Ὁσίου καὶ θαυματουργοῦ Γερασίμου τὰ θαύματα, ἀπεφάσισε καὶ ἦλθεν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου καὶ προσέπεσε θερμῶς μετ’ εὐλαβείας καὶ πίστεως εἰς τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον, ζητῶν τὴν θεραπείαν του. Παρέμεινε λοιπὸν καὶ οὗτος εἰς τὸ Μοναστήριον ἓν ἔτος τρώγων μόνον ἄρτον καὶ πίνων ὕδωρ καὶ προσπίπτων καθ’ ἡμέραν καὶ ζητῶν ἀπὸ τὸν Ἅγιον τὴν θεραπείαν του· εἰς δὲ τὴν συμπλήρωσιν τοῦ ἔτους, νύκτα τινά, εἶδε καὶ αὐτὸς εἰς τὸν ὕπνον του τὸν Ἅγιον, ὅστις τὸν ηὐλόγησε καὶ τοῦ εἶπεν· «Ἰδού, τέκνον, ἐθεραπεύθης, ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου· φοβοῦ τὸν Θεὸν καὶ ἄπεχε ἀπὸ ἁμαρτίας, αἱ ὁποῖαι προξενοῦσιν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὰς ἀσθενείας». Ἠγέρθη λοιπὸν ὁ Ἰωάννης ὑγιὴς ὅλως καὶ τεθεραπευμένος, δοξάζων τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστῶν ὁλοψύχως τὸν Ἅγιον καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἀνεχώρησε, διὰ τὸν οἶκόν του χαίρων καὶ κηρύττων μεγαλοφώνως τὴν παρρησίαν τοῦ Ἁγίου πρὸς τὸν Θεόν.

    Παρομοίως ἄλλη παρθένος ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ Μεσολογγίου, ὀνόματι Σουλτάνα, ἠνωχλεῖτο καὶ ἐταλαιπωρεῖτο σκληρότατα ἀπὸ πνεῦμα ἀκάθαρτον καὶ πονηρόν· ἔφεραν λοιπὸν αὐτὴν οἱ γονεῖς της εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου καὶ τὴν ἔρριψαν ἔμπροσθεν τῆς λάρνακος τοῦ ἁγίου λειψάνου, θέαμα ἀληθῶς ἀξιοδάκρυτον νὰ βλέπῃ τις μίαν ἁπαλὴν καὶ τρυφερὰν κόρην νὰ πάσχῃ τόσον, νὰ τύπτηται δηλαδὴ μόνη της σκληρῶς εἰς τὴν κεφαλήν, νὰ τρέμῃ ὅλον της τὸ σῶμα καὶ νὰ σπαράττηται ὡς ἰχθύς, ὅταν ριφθῇ εἰς τὴν στερεὰν καὶ νὰ ὑποφέρῃ ἀπὸ τὸ ἀνθρωποκτόνον καὶ φθοροποιὸν πνεῦμα. Προσέμειναν λοιπὸν καὶ οἱ γονεῖς ταύτης τῆς νέας εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Ἁγίου μετὰ τῆς πασχούσης αὐτῆς θυγατρός των καὶ καθ’ ἑκάστην προσέπιπτον εἱς τὸν Ἅγιον καὶ θερμῶς παρεκάλουν αὐτὸν νὰ ποιήσῃ ἔλεος εἰς αὐτὸ τὸ τάλαν γέννημα τῶν σπλάγχνων των. Εἰς τὸ πλήρωμα δὲ τεσσαράκοντα ἡμερῶν ἐθεραπεύθη τὸ κοράσιόν των τοῦτο, καὶ μετὰ χαρᾶς μεγάλης καὶ ἀγαλλιάσεως ἀνεχώρησαν εἰς τὴν πατρίδα των, ὅπου ἐνύμφευσαν αὐτὸ καὶ τεκνοποιῆσαν ἔζησε τοῦ λοιποῦ ὑγιὲς καΙ ἄνοσον, δοξάζον τὸν Θεὸν καὶ κηρῦττον εἰς πάντας τὴν χάριν καὶ εὐεργεσίαν τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Ἅγιον.

    Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ ἔτος ͵αψϟϛ’ (1796) παρθένος τις, ὀνόματι Ἰουλιανή, ἀπὸ τὸ χωρίον Βαλσαμᾶτα, τῆς νήσου Κεφαλληνίας, τοῦ κειμένου πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου, ἠνωχλεῖτο καὶ ἐβασανίζετο καὶ αὐτὴ ἀπὸ ἀκάθαρτον καὶ πονηρὸν καὶ διαβολικὸν πνεῦμα. Ἔφεραν λοιπὸν οἱ γονεῖς της καὶ ταύτην εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ ἔρριψαν αὐτὴν ἔμπροσθεν τῆς λάρνακος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καὶ ἀφήσαντες αὐτὴν ἐκεῖ, μετὰ τρεῖς μῆνας ἔλαβε καὶ αὐτὴ διὰ τῶν εὐπαρρησιάστων τοῦ Ἁγίου πρὸς Θεὸν δεήσεων τὴν ποθουμένην ὑγείαν της καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκόν της, δοξάζουσα μεγαλοφώνως τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστοῦσα τὸν Ἅγιον.

    Διὰ νὰ πεισθῆτε ὅμως, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ὅτι εἰς τὸν Ὅσιον τοῦτον καὶ νεοφανέντα τῆς Ἐκκλησίας μας φωστῆρα δὲν ἐδόθη ἡ Χάρις μόνον τοῦ νὰ ἐλευθερώνῃ τὰ λογικὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἐνόχλησιν καὶ κάκωσιν τῶν πονηρῶν καὶ ακαθάρτων πνευμάτων, διὰ τὸ ὁποῖον οἱ δαιμονιῶντες ὅλοι τὸν φωνάζουσι Καψάλην, διότι καίει αὐτὰ καὶ μαστίζει ἀοράτως, διὰ τῆς εὐπαρρησιάστου μεσιτείας πρὸς τὸν παντοδύναμον Θεόν, ἀλλὰ βοηθεῖ καὶ ἐλευθερώνει ἀενάως τοὺς αὐτὸν ἐπικαλουμένους ἀπὸ πολλοὺς καὶ διαφόρους καὶ πολυποικίλους κινδύνους, διότι ἀπήλαυσε μεγάλην παρρησίαν πρὸς τὸν Ὕψιστον Θεόν, ἀκούσατε καὶ ἕνα τοιοῦτον θαῦμα, πῶς ἐλύτρωσεν ὁ Ἅγιος ἀπὸ βεβαίου κινδύνου τοὺς ἐπικαλεσθέντας αὐτόν, καὶ νὰ καταπαύσωμεν τὸν λόγον, διότι ἀδύνατον εἶναι νὰ ἀπαριθμήσωμεν τὰ ἀμέτρητα του Ἁγίου θαύματα [9].

    Κατὰ τον Νοέμβριον μῆνα, τοῦ ἔτους ͵αωζ’ (1807), ἔμπορός τις Πελοποννήσιος, ὀνόματι Μανουήλ, τὸ ἐπίθετον Μπεγλόπουλος, ἐρχόμενος μὲ τὸ πλοῖόν του φορτωμένον πραγματείας ἀπὸ τὰ δυτικὰ μέρη διὰ τὴν Πελοπόννησον καὶ ἐνῷ εὑρίσκετο ἀπέναντι τῆς νήσου Κεφαλληνίας, συνέβη τρικυμία τόσον σφοδρά, ὥστε, ἀφοῦ οἱ ναῦται ἔκαμαν ὅλους τοὺς χειρισμοὺς καὶ μετεχειρίσθησαν ὅλα τὰ ναυτικὰ μέσα, τὰ ὁποῖα ἑρμηνεύει ἡ ἀνθρωπίνη φιλοπονία εἰς τὰς τοιαύτας περιστάσεις, δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ἀνθέξωσιν εἰς τὴν τρικυμίαν ἐκείνην. Ὅθεν ἀπελπισθέντες τελείως, περιέμενον ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν νὰ καταποντισθῶσιν. Ἡ παντοδύναμος ὅμως καὶ ἄγρυπνος Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ ἐκείνους τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὸν ἄφευκτον καὶ ἐπικείμενον ὄλεθρον τοῦ καταποντισμοῦ καὶ διὰ νὰ θαυμαστώσῃ καὶ τὸν πιστόν του καὶ γνήσιον δοῦλον Γεράσιμον, τί ᾠκονόμησεν; Μεταξὺ τῶν ναυτῶν τοῦ πλοίου ἐκείνου εὑρίσκετο καί τις Κεφαλλὴν ἀπὸ τὸ χωρίον Βαλσαμᾶτα, ὀνομαζόμενος Ἰωάννης· οὗτος ἐκράτει πάντοτε ἐπάνω του ἓν μικρὸν εἰκόνισμα, ἔχων ἐζωγραφισμένον τὸν Ἅγιον Γεράσιμον.

    Οὗτος λοιπὸν ὁ Ἰωάννης, εὑρισκόμενος καὶ αὐτὸς μὲ τοὺς ἄλλους τοῦ πλοίου εἰς τὸν αὐτὸν ἄφευκτον κίνδυνον, ἐνεθυμήθη τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, τὴν ὁποίαν ἐκράτει, καὶ ὡς ἐμπνευσθεὶς παρὰ Θεοῦ, φωνάζει μὲ ὅσην δύναμιν εἶχε· «Λάβετε θάρρος, ἀδελφοί, ἔχω ἐλπίδα καὶ πίστιν εἰς τὸν Ἅγιον Γεράσιμον, ὅτι θέλει μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τοῦτον τὸν κίνδυνον».

    Καὶ λέγων ταῦτα ἐκβάλλει τὸ εἰκόνισμα ἐκεῖνο ἀπὸ τὸν κόλπον του καὶ τὸ βουτᾷ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὤ τοῦ θαύματος! τίς λαλήσει τὰς δυναστείας σου, Κύριε; Εὐθὺς ὡς ἤγγισεν εἰς τὴν θάλασσαν ὁ τύπος τοῦ Ἁγίου, ἡ πρῴην ἀγριαίνουσα καὶ βράζουσα θάλασσα καὶ ἀπειλοῦσα καταποντισμὸν καὶ ἀφανισμὸν ἡμερώθη, ἐγαληνίασε καὶ ἡ σφοδρότης τοῦ ἀνέμου ἔπαυσεν εὐθύς, ὥστε μένοντες ἐκστατικοὶ ὅλοι οἱ ναῦται καὶ μάλιστα ὁ ἄνωθι ἔμπορος Μανουήλ, διὰ τὸ ἀπροσδόκητον τῆς σωτηρίας των, φωνάζουσιν ὅλοι ὁμοθυμαδόν· «Γύρισε πρῶραν, νὰ πιάσωμεν ἐδῶ εἰς τὴν Κεφαλληνίαν, νὰ ὑπάγωμεν νὰ προσκυνήσωμεν καὶ νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν ἐλευθερωτὴν καὶ σωτῆρά μας». Καὶ οὕτως ἔπραξαν προσωρμίσθησαν εἰς τὸν λιμένα τοῦ Ἀργοστολίου καὶ ἔπειτα ἐπῆγαν ὅλοι μετὰ κηρῶν καὶ θυμιαμάτων εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ προσεκύνησαν εὐλαβῶς καὶ μὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας ἔψαλαν παράκλησιν ἐνώπιον τοῦ ἁγίου λειψάνου καὶ ἐκήρυττον παρρησίᾳ ἀγαλλόμενοι τὴν εἰς αὐτοὺς γενομένην παρὰ τοῦ Ἁγίου εὐεργεσίαν καὶ λύτρωσιν ἀπὸ τὸν φοβερὸν ἐκεῖνον κίνδυνον.

    Ἀρκετὰ εἶναι ταῦτα ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα τοῦ Ἁγίου θαύματα, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, διὰ νὰ εὐχαριστήσωσι τὴν εὐλάβειαν· τῶν πιστῶν καὶ διὰ νὰ ἀναπληρώσωσιν εἰς μέρος τὰ πολλὰ τοῦ Ἁγίου θαύματα. Ὁ θεῖος Πατὴρ ἡμῶν Γεράσιμος δὲν ἔχει χρείαν ἀπὸ ἐπαίνους καὶ ἐγκώμια ἀνθρώπινα· αὐτὸς εἶναι ἀρκετὰ δεδοξασμένος ἀπὸ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μόνη δύναται νὰ πληρώσῃ τὴν ψυχὴν ἀγαλλιάσεως καὶ εὐφροσύνης ἀληθινῆς, κατὰ τὸν θεῖον Δαβίδ· «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι μοι τὴν δόξαν σου» (Ψαλμ. ιϛ’ 15). Ὁ θεῖος Γεράσιμος ἀπολαμβάνει τώρα καὶ μέλλει νὰ ἀπολαμβάνῃ αἰωνίως τὰ ἄρρητα ἐκεῖνα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα, κατὰ τὸν θεῖον Παῦλον, «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κυρ. β’ 9). Τὰ ὅσα λέγονται, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, διὰ τοὺς Ἁγίους, λέγονται διὰ τὴν ἡμετέραν ὠφέλειαν καὶ νουθεσίαν. Διὰ ταῦτα λοιπὸν ἀναπολόγητοι μέλλομεν νὰ φανῶμεν ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ, τοῦ ἀλανθάστου καὶ ἀπροσωπολήπτου, ὅσοι ἔπειτα ἀπὸ τόσα παραδείγματα, ἔπειτα ἀπὸ τόσα θαύματα ἀναντίρρητα, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς κατὰ καιροὺς ἐφανέρωσε, φανῶμεν ἀχάριστοι εἰς τὰς τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ εὐεργεσίας πρὸς ἡμᾶς.

    Διὰ τοῦτο ἂς προσέχωμεν, καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί, τοὐλάχιστον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, νὰ διορθώσωμεν τὴν πολιτείαν μας· ἄς μὴ συναθροιζώμεθα εἰς τὰς πανηγύρεις, ἑορτάζοντες ὡς οἱ ἐθνικοὶ μὲ κρότους καὶ θορύβους, μὲ φαγοπότια καὶ καλλωπισμούς, διὰ τὰ ὁποῖα ἀντὶ ὠφελείας καὶ εὐλογίας ἀπολαμβάνομεν κατάραν καὶ ἀποστροφὴν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους του. Ἀλλὰ νὰ ἑορτάζωμεν μὲ συστολὴν καὶ μὲ ταπείνωσιν καρδίας. Ἂς ἐνθυμώμεθα ἀκαταπαύστως, ὅτι παρέρχεται τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου, ἤτοι καταβαίνομεν εἰς τὸν τάφον, διότι ξένοι καὶ πάροικοι εἴμεθα εἰς τοῦτον τὸν κόσμον. Ὁ παρὼν καιρός, ἀδελφοί, εἶναι καιρὸς ἀνταποδόσεως βραβείων ἢ τιμωρίας· μόνος ἕκαστος ἀπὸ ἡμᾶς μέλλει νὰ παρασταθῇ ἔμπροσθεν εἰς τὸν φοβερὸν καὶ ἀλάνθαστον καὶ ἀπροσωπόληπτον Κριτήν, φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ μόνας καὶ μόνας τὰς πράξεις του, καλὰς ἢ κακάς, καὶ εἰς αὐτὸν μέλλει νὰ δώσωμεν λογαριασμὸν ἀκριβῆ, δι’ ὅσα ἀγαθὰ καὶ χαρίσματα ἐλάβομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ πῶς ἀνταπεκρίθημεν εἰς αὐτὰ καὶ πῶς τὰ μετεχειρίσθημεν. Ἐπειδὴ ἡ ταλαίπωρος ζωή μας εἶναι μία ἀκατάπαυστος πάλη μὲ τοὺς τρεῖς φοβεροὺς καὶ θανασίμους ἐχθρούς μας, τὴν σάρκα, τὸν κόσμον καὶ τὸν διάβολον, ἂς προσπαθήσωμεν διὰ τῆς πίστεώς μας καὶ εὐλαβείας νὰ ἀποκτήσωμεν πρέσβυν καὶ μεσίτην πρὸς τὸν Θεὸν τὸν νεοφανῆ καὶ λαμπρὸν τοῦτον φωστῆρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.

    Ναί, θεῖε Γεράσιμε, σὺ ὅστις, καθὼς τὰ πράγματα, μᾶς πληροφοροῦσιν, ἔχεις μεγάλην την παρρησίαν εἰς τὸν Θεον, σὺ μεσίτευσον πρὸς αὐτόν, ὅπως διὰ τῶν εὐπροσδέκτων δεήσεών σου καταξιώσῃ καὶ ἡμᾶς τοὺς ἀναξίους τῆς θείας αὐτοῦ Χάριτος, διὰ τῆς ὁποίας νὰ δυνηθῶμεν νὰ ἀποφύγωμεν τὰς παγίδας καὶ ἐνέδρας αὐτῶν τῶν τριῶν θανασίμων ἐχθρῶν μας καὶ νὰ διέλθωμεν εἰρηνικῶς καὶ κατὰ τὸ θεῖόν του θέλημα τὴν πολυτάραχον τοῦ βίου τούτου θάλασσαν, ἐκεῖ δὲ νὰ ἀξιωθῶμεν καὶ ἡμεῖς, ἂν καὶ ἀνάξιοι, τῆς ἀπεράντου αὐτοῦ δόξης καὶ Βασιλείας. Ἀμήν.

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

       













     

       


     

+++

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου