* * *

* * *

+ + +


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:





Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

«ΦΩΣ, ΖΗΤΑΜΕ, ΦΩΣ...» (ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 4)

--


4


Ποίημα για τα Χριστούγεννα

του Γ. Βερίτη



Νυχτωμένοι στρατοκόποι,
 στα σκοτάδια που γυρνάτε,
σαν τι να ’ναι που ζητάτε; 
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μεσ’ στο σκοτεινό στρατί
 τ’ ανηφορικό, γιατί; 
νυχτωμένοι στρατοκόποι;

Να! Σε λίγο αρχίζ’ η μπόρα:
 Σύγνεφα, βροντή, καπνός.
Και το λιγοστό αστροφώς 
που σιγοφέγγει τώρα
 όπου ναν’ κι αυτό θα σβύσει. 
Και σεις τρέχετε, γυρνάτε,
 λες και βιάζεστε να πάτε
 σε νυκτερινό μεθύσι.

Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι! 
σαν τι να ’ναι που ζητάτε
στα σκοτάδια που γυρνάτε,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;



-Τι ζητάμε; Φως, διαβάτη!
Είν’ ο πόθος ο βαθύς 
κάθε ανθρώπινης ψυχής.

Σαν ποιο ναν’ το μονοπάτι,
που στο Φως θε να μας φέρει;
Αχ! κανείς μας δεν το ξέρει. 
Φως ζητάμε, Φως διαβάτη!
Πήραμ’ ένα γιδοστράτι 
και χαθήκαμε στα σκότη, 
απ’ την πρώτη μας τη νιότη,
και ζητάμε κι όλο πάμε
 κι όσο πάμε και ζητάμε.

Πόσα χρόνια πάνε τώρα; 
Χίλια; Δυό χιλιάδες; Τρεις; 
Μέτρησέ μας τα αν μπορείς.
Με την ίδια πάντα φόρα,
στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς,
 τριγυρνάμε σαν αλήτες,
 νυχτωμένοι, παρωρίτες, 
και γυρεύουμε το Φως.

Πήγαμε στη Βαβυλώνα,
στο Θιβέτ, στην Καρχηδόνα,
στης Αιγύπτου τις ερμιές. 
Μας εμάθαν όλοι οι δρόμοι
 κι όλες οι νεροσυρμές
ως την Κίνα κι ως τη Ρώμη.

Τίποτα! Νεκρές ελπίδες!
Δεν ευρήκαμε παρά
 λιγοστές χλωμές ακτίδες.

Φως ζητάμε, Φως, διαβάτη!
Ξαναπαίρνουμε φτερά
 και πετάμε νύχτα – μέρα
 απ’ τον Νείλο στον Ευφράτη 
κι ως τις θάλασσες κι ως πέρα. 
Τρέξαμε στο Καπιτώλιο
 και στον βράχο τον αιώνιο, 
κι ανεβήκαμε κι αυτές
του Ολύμπου τις κορφές. 
Μα και δω η χαρά σαν πρώτα
σβήστηκε σαν λευκαφρός: 
Ήταν φώτα, χίλια φώτα
 μα δεν ήτανε το Φως…
 
Και κινήσαμε και πάλι 
και ριχτήκαμε ξανά 
στα λαγκάδια, στα βουνά,
στα σκοτάδια και στην πάλη.

Και γυρνάμε σαν αλήτες, 
νυχτωμένοι παρωρίτες
 στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς.

Αχ! πονόψυχε διαβάτη,
πες εσύ, ποιο μονοπάτι,
θα μας φέρει προς το Φως;

-Κουρασμένοι στρατοκόποι,
που σας είδαν τόσοι τόποι,
 που σας θόλωσαν το μάτι
 καταιγίδα, ανεμοζάλη,
δίψα, θλίψη, φόβος, μπόρα, 
πάρτε και το μονοπάτι
το φτωχό, που θα σας βγάλει 
προς της Βηθλεέμ τη χώρα.

 
Είν’ το ίδιο το στρατί
το ματόβρεχτο που φθάνει
 στο μαρτυρικό στεφάνι
κι ως το Γολγοθά κρατεί.
 Ακολουθάτε το, ακολουθάτε:
Απ’ τη Φάτνη ως το Σταυρό
 μπόρεσα και γω να βρω
 τ’ άυλο Φως π’ αναζητάτε.






--

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

«Ο ΣΩΤΗΡΑΣ ΜΑΖΙ ΜΑΣ» (ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 3)


+++


3










+++

Άγιος Σπυρίδων (Εικόνα- Συγχρονο Θαύμα )





+++


᾿Επὶ τῇ μνήμῃ τοῦ ῾Αγίου Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος
(12η Δεκεμβρίου)





Διαβάστε ἐδῶ, φρικτὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος,
διὰ τοῦ ὁποίου ἐματαίωσε τὰς βουλὰς τῶν Παπιστῶν
(Ἀκολουθία-Περιγραφὴ τοῦ θαύματος) 

 *  *  *

῞Ενα σύγχρονο θαῦμα τοῦ ῾Αγίου Σπυρίδωνος*

Τὸν ᾿Οκτώβριο τοῦ 1989 ὁ εὐλαβέστατος καὶ ἐνάρετος κ. Εὐάγγελος Κοσμᾶς,
κάτοικος Τήνου, μᾶς διηγήθηκε ἕνα πολὺ
συγκινητικὸ σύγχρονο θαῦμα
τοῦ ῾Αγίου Σπυρίδωνος, ποὺ ἔγι
νε στὸν ἴδιο, ὅταν ἦταν μικρὸ παιδί.
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα
διδάγματα τῆς διηγήσεως, τὴν ὁποία παραθέτουμε
ἀπομαγνη
τοφωνημένη, ἐπισημαίνουμε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ὑπακοὴ
ποὺ ὀφείλουν νὰ ἔχουν τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς.

* * *

ΗΜΟΥΝΑ μικρὸ παιδί, 5 ἐτῶν. Τότε μέναμε σ᾿ ἕνα χωριὸ
τῆς Τήνου
ποὺ λέγεται Καθικάρος.
Θυμᾶμαι ἕνα φθινοπωρινὸ πρωϊνὸ ποὺ ὁ πατέρας μου ἔφυγε ἀπὸ
τὸ χωριὸ γιὰ νὰ πάη σὲ μιὰ κηδεία, σ᾿ ἕνα διπλανὸ χωριό, τὸ ὁποῖο
ἀπέχει ἀπὸ τὸν Καθικάρο γύρω στὴν μισὴ ὥρα μὲ τὰ πόδια, στὸν
Τριπόταμο. ῾Ο πατέρας μου ὅμως δὲν μὲ πῆρε μαζί του.
᾿Εγὼ ἀγαποῦσα πολὺ τὸν πατέρα μου καὶ ἤθελα, ὅπου πηγαίνει νὰ
μὲ παίρνη μαζί του, διότι μὲ ἔβαζε στοὺς ὤμους του,
κι αὐτὸ μὲ εὐχαρι
στοῦσε.
᾿Εφ᾿ ὅσον δὲν μὲ πῆρε ὁ πατέρας μου μαζί του καὶ ἔφυγε, ἐγὼ
ἀποφάσισα -κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα μου- νὰ πάω νὰ τὸν βρῶ στὸ
χωριὸ ποὺ πῆγε, στὸν Τριπόταμο.
Πῆρα τὰ μονοπάτια καὶ προχωρώντας ἔφθασα σ᾿ ἕνα σημεῖο, ὅπου
ὑπῆρχε ἕνα ρεματάκι, στὸ ὁποῖο ἔτρεχε πολὺ νερό, διότι εἶχε βρέξει
προηγουμένως καί, σὰν μικρὸς ποὺ ἤμουν, δὲν εἶχα τὴν δυνατότητα
νὰ
τὸ περάσω μονομιᾶς, μ᾿ ἕνα πήδημα (σάλτο).
Καθόμουν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ
ἔκλαιγα, διότι ἤμουν ἀνίκανος νὰ περάσω ἀπέναντι.
῞Οπως καθόμουν σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάστασι, παρατήρησα ὅτι ἀπέναντι
ὑπῆρχε μία μικρὴ ἐκκλησούλα, τῆς ὁποίας ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε
ἕνας Γέροντας κατευθυνόμενος πρὸς ἐμένα.
Φοροῦσε ἕνα βαρὺ μάλλινο ἐπανωφόρι, ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάπα ἑνὸς
ἁπλοϊκοῦ βοσκοῦ τῶν βουνῶν, κι ἕνα στρογγυλὸ σκουφάκι στὸ κεφάλι του.
῏Ηρθε κοντά μου καὶ μοῦ λέει:

— Ποῦ πᾶς, καλό μου παιδί ;...
Τοῦ λέω:
— Πάω στὸν Τριπόταμο
νὰ βρῶ τὸν πατέρα μου, γιατὶ ἔφυγε καὶ δὲν μὲ πῆρε
μαζί του, ἐνῶ
ἐγὼ ἤθελα νὰ μὲ πάρη...
Μοῦ λέει:
— Τὸ ξέρει ἡ μητέρα
σου ποὺ ἔφυγες ἀπ᾿ τὸ σπίτι;...
Λέω:
—῎Οχι !...

— Δὲν ἔκανες, μοῦ λέει, καλὰ ποὺ ἔφυγες ἀπ᾿ τὸ σπίτι, χωρὶς νὰ τὸ πῆς
στὴν μητέρα σου. Τὰ καλὰ παι
διὰ ὅταν φεύγουν ἀπ᾿ τὸ σπίτι
νημερώνουν τὴν μητέρα τους. Τώρα θὰ σὲ βοηθήσω νὰ πᾶς
στὸν
Τριπόταμο, ἀλλὰ ἄλλη φορὰ νὰ μὴ τὸ ξανακάνης!...

Θυμᾶμαι ὅτι μ᾿ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ σὰν νὰ πετάξαμε, βρεθήκαμε
ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ποταμάκι, ποὺ ἦταν ἀδύνατον γιὰ μένα προηγουμέ-
νως νὰ τὸ περάσω. Μὲ κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι σὲ μιὰ ἀπόστασι 400-
500 μέτρων. Φθάσαμε σ᾿ ἕνα σημεῖο, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Τριπόταμος
διακρινό
ταν πλέον καθαρά, ὅπως καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ χωριοῦ.
Τότε μοῦ λέει:
— Στὴν ᾿Εκκλησία ποὺ βλέπεις, εἶναι αὐτὴ τὴ στιγμὴ

μέσα ὁ πατέρας σου. Θὰ πᾶς καὶ θὰ τὸν βρῆς...
᾿Εγὼ τὸν εὐχαρίστησα καὶ τοῦ φίλησα τὸ χέρι, γιατὶ ἡ μητέρα μας
μᾶς εἶχε μάθει νὰ σεβώμαστε τοὺς γεροντότερους.
Μόλις τοῦ φίλησα τὸ χέρι, μὲ χάϊδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ εἶπε:
— Πήγαινε στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴν ξεχνᾶς: ὅταν φεύγης ἀπὸ
τὸ σπίτι νὰ ἐνημερώνης τὴν μητέρα σου.
Μοῦ ξανατόνισε δηλαδὴ αὐτὴ τὴν συμβουλή του, κι ἄρχισα νὰ
κατηφορίζω γιὰ τὸ χωριό.
Πρὶν καλὰ-καλὰ ξεκινήσω ὅμως, θέλησα νὰ ξαναδῶ τὸν Γέροντα,
ὁποῖος ὑποτίθεται, ὅτι θὰ ἀνηφόριζε γιὰ νὰ ἐπιστρέψη στὸ μέρος
ποὺ
τὸν συνάντησα. Γύρισα τὸ κεφάλι μου, ἀλλὰ δὲν τὸν εἶδα
— εἶχε ἐξαφα
νιστῆ...

Αὐτό, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἤμουν τόσο μικρός, μὲ προβλημάτισε. Διότι ἦταν
ἀδύνατον νὰ προλάβαινε ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἀνηφορίση τόσο δρόμο
ποὺ ὑπῆρχε πίσω μου, σ᾿ ἕνα τόσο ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα. Καὶ ἐνῶ
αὐτὴ ἡ ἀπορία μου μὲ βασάνιζε, κατευθύνθηκα πρὸς τὸ χωριό.
Πῆγα στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπου πράγματι ἡ ᾿Ακολουθία τῆς κηδείας συνε-
χιζόταν ἀκόμη, καὶ ἀφοῦ ἔψαξα γιὰ λίγο, ἐντόπισα τὸν πατέρα μου,
καθήμενο σ᾿ ἕνα στασίδι στὸ ἀριστερὸ μέρος τῆς ᾿Εκκλησίας.
Μόλις ὁ πατέρας μου μὲ εἶδε, ἀναστατώθηκε καὶ μὲ ρωτοῦσε,
πῶς
βρέθηκα ἐκεῖ πέρα. ᾿Εγὼ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν τοῦ διηγήθηκα τίποτε,
ἁπλῶς τοῦ εἶπα ὅτι ἦρθα.
᾿Αφοῦ τέλειωσε ἡ κηδεία, πήραμε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. ῞Οταν
φθάσαμε στὸ ρεματάκι, κι ἀντικρύσαμε τὴν ἐκκλησούλα,
τοῦ εἶπα ὅ,τι
ἀκριβῶς μοῦ εἶχε συμβῆ.
Τότε μὲ πῆρε ὁ πατέρας μου καὶ μπήκαμε μέσα στὴν ἐκκλησούλα,
λέγοντάς μου:
— ῎Αν δῆς τὸν Γέροντα, θὰ τὸν γνωρίσης;
᾿Εγὼ τοῦ
ἀπάντησα καταφατικά.
῎Αρχισε λοιπὸν νὰ μοῦ δείχνη τὶς Εἰκόνες, ἐρωτώντας με, ἐὰν ἦταν
κάποιος ἀπὸ τοὺς εἰκονιζομένους. Στὴν ἀρχὴ μοῦ ἔδειξε τοῦ Χριστοῦ,
μετὰ τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου Προδρόμου. ᾿Εγὼ ἔγνεφα ἀρνητικά.
Μοῦ ἔδει
ξε καὶ τὸν ῞Αγιο Σπυρίδωνα. ᾿Εγὼ ξαφνιάστηκα...
— Νά, αὐτὸς εἶναι ὁ Γέροντας, ἔτσι ἀκριβῶς ἦταν
μὲ τὸ σκουφάκι
του...

Τότε ὁ πατέρας μου γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. ᾿Ανάψαμε τὸ κανδήλι,
θυμιάσαμε καὶ ἀφοῦ προσκυνήσαμε, ἐπιστρέψαμε στὸ σπίτι μας.

 ῞Ολα αὐτὰ τὰ διηγήθηκα καὶ στὴν μητέρα μου. Οἱ γονεῖς μου θεώρησαν,
ὅτι προστάτης μου ῞Αγιος, εἶναι ὁ ῞Αγιος Σπυρίδωνας.
᾿Απὸ τότε
πηγαίναμε κάθε χρόνο στὴν Θ. Λειτουργία, στὴν μνήμη του,
ἐνῶ κάθε
Σάββατο, ἀνάβαμε τὰ κανδήλια καὶ περιποιούμασταν τὸ ἐκκλησάκι.
Μέχρι σήμερα θεωρῶ τὸν ῞Αγιο προστάτη μου...


(*) Περιοδ. «῞Αγιος Κυπριανός», ἀριθ. 233
Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1989

 

+++