ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:





Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Άγιος Σπυρίδων (Εικόνα- Συγχρονο Θαύμα )





+++


᾿Επὶ τῇ μνήμῃ τοῦ ῾Αγίου Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος
(12η Δεκεμβρίου)





Διαβάστε ἐδῶ, φρικτὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος,
διὰ τοῦ ὁποίου ἐματαίωσε τὰς βουλὰς τῶν Παπιστῶν
(Ἀκολουθία-Περιγραφὴ τοῦ θαύματος) 

 *  *  *

῞Ενα σύγχρονο θαῦμα τοῦ ῾Αγίου Σπυρίδωνος*

Τὸν ᾿Οκτώβριο τοῦ 1989 ὁ εὐλαβέστατος καὶ ἐνάρετος κ. Εὐάγγελος Κοσμᾶς,
κάτοικος Τήνου, μᾶς διηγήθηκε ἕνα πολὺ
συγκινητικὸ σύγχρονο θαῦμα
τοῦ ῾Αγίου Σπυρίδωνος, ποὺ ἔγι
νε στὸν ἴδιο, ὅταν ἦταν μικρὸ παιδί.
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα
διδάγματα τῆς διηγήσεως, τὴν ὁποία παραθέτουμε
ἀπομαγνη
τοφωνημένη, ἐπισημαίνουμε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ὑπακοὴ
ποὺ ὀφείλουν νὰ ἔχουν τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς.

* * *

ΗΜΟΥΝΑ μικρὸ παιδί, 5 ἐτῶν. Τότε μέναμε σ᾿ ἕνα χωριὸ
τῆς Τήνου
ποὺ λέγεται Καθικάρος.
Θυμᾶμαι ἕνα φθινοπωρινὸ πρωϊνὸ ποὺ ὁ πατέρας μου ἔφυγε ἀπὸ
τὸ χωριὸ γιὰ νὰ πάη σὲ μιὰ κηδεία, σ᾿ ἕνα διπλανὸ χωριό, τὸ ὁποῖο
ἀπέχει ἀπὸ τὸν Καθικάρο γύρω στὴν μισὴ ὥρα μὲ τὰ πόδια, στὸν
Τριπόταμο. ῾Ο πατέρας μου ὅμως δὲν μὲ πῆρε μαζί του.
᾿Εγὼ ἀγαποῦσα πολὺ τὸν πατέρα μου καὶ ἤθελα, ὅπου πηγαίνει νὰ
μὲ παίρνη μαζί του, διότι μὲ ἔβαζε στοὺς ὤμους του,
κι αὐτὸ μὲ εὐχαρι
στοῦσε.
᾿Εφ᾿ ὅσον δὲν μὲ πῆρε ὁ πατέρας μου μαζί του καὶ ἔφυγε, ἐγὼ
ἀποφάσισα -κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα μου- νὰ πάω νὰ τὸν βρῶ στὸ
χωριὸ ποὺ πῆγε, στὸν Τριπόταμο.
Πῆρα τὰ μονοπάτια καὶ προχωρώντας ἔφθασα σ᾿ ἕνα σημεῖο, ὅπου
ὑπῆρχε ἕνα ρεματάκι, στὸ ὁποῖο ἔτρεχε πολὺ νερό, διότι εἶχε βρέξει
προηγουμένως καί, σὰν μικρὸς ποὺ ἤμουν, δὲν εἶχα τὴν δυνατότητα
νὰ
τὸ περάσω μονομιᾶς, μ᾿ ἕνα πήδημα (σάλτο).
Καθόμουν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ
ἔκλαιγα, διότι ἤμουν ἀνίκανος νὰ περάσω ἀπέναντι.
῞Οπως καθόμουν σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάστασι, παρατήρησα ὅτι ἀπέναντι
ὑπῆρχε μία μικρὴ ἐκκλησούλα, τῆς ὁποίας ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε
ἕνας Γέροντας κατευθυνόμενος πρὸς ἐμένα.
Φοροῦσε ἕνα βαρὺ μάλλινο ἐπανωφόρι, ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάπα ἑνὸς
ἁπλοϊκοῦ βοσκοῦ τῶν βουνῶν, κι ἕνα στρογγυλὸ σκουφάκι στὸ κεφάλι του.
῏Ηρθε κοντά μου καὶ μοῦ λέει:

— Ποῦ πᾶς, καλό μου παιδί ;...
Τοῦ λέω:
— Πάω στὸν Τριπόταμο
νὰ βρῶ τὸν πατέρα μου, γιατὶ ἔφυγε καὶ δὲν μὲ πῆρε
μαζί του, ἐνῶ
ἐγὼ ἤθελα νὰ μὲ πάρη...
Μοῦ λέει:
— Τὸ ξέρει ἡ μητέρα
σου ποὺ ἔφυγες ἀπ᾿ τὸ σπίτι;...
Λέω:
—῎Οχι !...

— Δὲν ἔκανες, μοῦ λέει, καλὰ ποὺ ἔφυγες ἀπ᾿ τὸ σπίτι, χωρὶς νὰ τὸ πῆς
στὴν μητέρα σου. Τὰ καλὰ παι
διὰ ὅταν φεύγουν ἀπ᾿ τὸ σπίτι
νημερώνουν τὴν μητέρα τους. Τώρα θὰ σὲ βοηθήσω νὰ πᾶς
στὸν
Τριπόταμο, ἀλλὰ ἄλλη φορὰ νὰ μὴ τὸ ξανακάνης!...

Θυμᾶμαι ὅτι μ᾿ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ σὰν νὰ πετάξαμε, βρεθήκαμε
ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ποταμάκι, ποὺ ἦταν ἀδύνατον γιὰ μένα προηγουμέ-
νως νὰ τὸ περάσω. Μὲ κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι σὲ μιὰ ἀπόστασι 400-
500 μέτρων. Φθάσαμε σ᾿ ἕνα σημεῖο, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Τριπόταμος
διακρινό
ταν πλέον καθαρά, ὅπως καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ χωριοῦ.
Τότε μοῦ λέει:
— Στὴν ᾿Εκκλησία ποὺ βλέπεις, εἶναι αὐτὴ τὴ στιγμὴ

μέσα ὁ πατέρας σου. Θὰ πᾶς καὶ θὰ τὸν βρῆς...
᾿Εγὼ τὸν εὐχαρίστησα καὶ τοῦ φίλησα τὸ χέρι, γιατὶ ἡ μητέρα μας
μᾶς εἶχε μάθει νὰ σεβώμαστε τοὺς γεροντότερους.
Μόλις τοῦ φίλησα τὸ χέρι, μὲ χάϊδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ εἶπε:
— Πήγαινε στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴν ξεχνᾶς: ὅταν φεύγης ἀπὸ
τὸ σπίτι νὰ ἐνημερώνης τὴν μητέρα σου.
Μοῦ ξανατόνισε δηλαδὴ αὐτὴ τὴν συμβουλή του, κι ἄρχισα νὰ
κατηφορίζω γιὰ τὸ χωριό.
Πρὶν καλὰ-καλὰ ξεκινήσω ὅμως, θέλησα νὰ ξαναδῶ τὸν Γέροντα,
ὁποῖος ὑποτίθεται, ὅτι θὰ ἀνηφόριζε γιὰ νὰ ἐπιστρέψη στὸ μέρος
ποὺ
τὸν συνάντησα. Γύρισα τὸ κεφάλι μου, ἀλλὰ δὲν τὸν εἶδα
— εἶχε ἐξαφα
νιστῆ...

Αὐτό, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἤμουν τόσο μικρός, μὲ προβλημάτισε. Διότι ἦταν
ἀδύνατον νὰ προλάβαινε ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἀνηφορίση τόσο δρόμο
ποὺ ὑπῆρχε πίσω μου, σ᾿ ἕνα τόσο ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα. Καὶ ἐνῶ
αὐτὴ ἡ ἀπορία μου μὲ βασάνιζε, κατευθύνθηκα πρὸς τὸ χωριό.
Πῆγα στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπου πράγματι ἡ ᾿Ακολουθία τῆς κηδείας συνε-
χιζόταν ἀκόμη, καὶ ἀφοῦ ἔψαξα γιὰ λίγο, ἐντόπισα τὸν πατέρα μου,
καθήμενο σ᾿ ἕνα στασίδι στὸ ἀριστερὸ μέρος τῆς ᾿Εκκλησίας.
Μόλις ὁ πατέρας μου μὲ εἶδε, ἀναστατώθηκε καὶ μὲ ρωτοῦσε,
πῶς
βρέθηκα ἐκεῖ πέρα. ᾿Εγὼ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν τοῦ διηγήθηκα τίποτε,
ἁπλῶς τοῦ εἶπα ὅτι ἦρθα.
᾿Αφοῦ τέλειωσε ἡ κηδεία, πήραμε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. ῞Οταν
φθάσαμε στὸ ρεματάκι, κι ἀντικρύσαμε τὴν ἐκκλησούλα,
τοῦ εἶπα ὅ,τι
ἀκριβῶς μοῦ εἶχε συμβῆ.
Τότε μὲ πῆρε ὁ πατέρας μου καὶ μπήκαμε μέσα στὴν ἐκκλησούλα,
λέγοντάς μου:
— ῎Αν δῆς τὸν Γέροντα, θὰ τὸν γνωρίσης;
᾿Εγὼ τοῦ
ἀπάντησα καταφατικά.
῎Αρχισε λοιπὸν νὰ μοῦ δείχνη τὶς Εἰκόνες, ἐρωτώντας με, ἐὰν ἦταν
κάποιος ἀπὸ τοὺς εἰκονιζομένους. Στὴν ἀρχὴ μοῦ ἔδειξε τοῦ Χριστοῦ,
μετὰ τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου Προδρόμου. ᾿Εγὼ ἔγνεφα ἀρνητικά.
Μοῦ ἔδει
ξε καὶ τὸν ῞Αγιο Σπυρίδωνα. ᾿Εγὼ ξαφνιάστηκα...
— Νά, αὐτὸς εἶναι ὁ Γέροντας, ἔτσι ἀκριβῶς ἦταν
μὲ τὸ σκουφάκι
του...

Τότε ὁ πατέρας μου γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. ᾿Ανάψαμε τὸ κανδήλι,
θυμιάσαμε καὶ ἀφοῦ προσκυνήσαμε, ἐπιστρέψαμε στὸ σπίτι μας.

 ῞Ολα αὐτὰ τὰ διηγήθηκα καὶ στὴν μητέρα μου. Οἱ γονεῖς μου θεώρησαν,
ὅτι προστάτης μου ῞Αγιος, εἶναι ὁ ῞Αγιος Σπυρίδωνας.
᾿Απὸ τότε
πηγαίναμε κάθε χρόνο στὴν Θ. Λειτουργία, στὴν μνήμη του,
ἐνῶ κάθε
Σάββατο, ἀνάβαμε τὰ κανδήλια καὶ περιποιούμασταν τὸ ἐκκλησάκι.
Μέχρι σήμερα θεωρῶ τὸν ῞Αγιο προστάτη μου...


(*) Περιοδ. «῞Αγιος Κυπριανός», ἀριθ. 233
Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1989

 

+++

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου