+++
«Ἡ Εἰκόνα ὡς "ἔσοπτρον" τοῦ Οὐρανοῦ,
διὰ μέσου τῆς τεχνοτροπίας της»
(Μέρος B΄)
διὰ μέσου τῆς τεχνοτροπίας της»
(Μέρος B΄)
κ. Μαρκόπουλος Φίλιππος, Ἁγιογράφος
Εἰσήγησις Α΄, κατὰ τὴν διάρκεια
τῆς Ἐκθέσεως Ὀρθοδόξου Ἁγιογραφίας Α΄
τῆς Ἐκθέσεως Ὀρθοδόξου Ἁγιογραφίας Α΄
«Εἰκόνα καὶ Ἐλπίδα: Τὸ Κολιμπρὶ καὶ ἡ Εὐθύνη μας»
στὸ Δημοτικὸ Ὠδεῖο Φυλῆς,
στὰ Ἄνω Λιόσια Ἀττικῆς,
τὸ Σάββατο 18.11/1.12.2012
στὸ Δημοτικὸ Ὠδεῖο Φυλῆς,
στὰ Ἄνω Λιόσια Ἀττικῆς,
τὸ Σάββατο 18.11/1.12.2012
...Ἀπ’
τὴν στιγμὴ λοιπόν, ποὺ ἔχουμε τὸ χρυσό, μὲ τὸν συμβολισμὸ ποὺ
ἀναφέραμε, θὰ δοῦμε ὅτι ἕνα δεύτερο ἐπίσης ἀπαραίτητο στοιχεῖο, ποὺ
χωρὶς αὐτὸ δὲν νοεῖται ἡ ἔννοια τῆς Εἰκόνας, εἶναι τὸ φωτοστέφανο.
Τὸ φωτοστέφανο δὲν ἀνήκει σὰν στοιχεῖο στὸ χρυσό. Εἶναι ἐπίσης χρυσό, ἀλλὰ δὲν ἀνήκει στὸ χρυσό, ἀνήκει στὴν μορφή. Τὸ φωτοστέφανο εἶναι ἡ πνευματικότητα τοῦ συγκεκριμένου προσώπου, ποὺ ἀγιογραφεῖται. Ἑπομένως δὲν εἶναι ἕνα στοιχεῖο, ἕνας κύκλος, ποὺ ἀνήκει σ’ αὐτὸ τὸ σύμβολο (τοῦ χρυσοῦ). Ἁπλῶς ἐκεῖ δηλώνεται ὅτι ὑπάρχει κοινωνία, ὑπάρχει ταύτιση· τὸ πνεῦμα τοῦ προσώπου εἶναι συμφιλιωμένο μὲ αὐτὸ ποὺ δηλώνει τὸ χρυσό, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως τὸ φωτοστέφανο ἀνήκει στὴν μορφή καὶ εἶναι μία δήλωση ὅτι (ἡ μορφὴ) ἐντάσσεται, ἔχει ἀποκτήσει αὐτὴν τὴν σχέση, τὴν ταύτιση μὲ τὸν συμβολισμό ποὺ ἔχει τὸ χρυσό. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὰ χρώματα θὰ ἀκολουθήσουν, μέσα στὰ ὅρια αὐτά, μὲ πολλοὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι θὰ προκύψουν ἀπὸ κάποια ἰδιότητα ποὺ θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια.
Τὸ φωτοστέφανο δὲν ἀνήκει σὰν στοιχεῖο στὸ χρυσό. Εἶναι ἐπίσης χρυσό, ἀλλὰ δὲν ἀνήκει στὸ χρυσό, ἀνήκει στὴν μορφή. Τὸ φωτοστέφανο εἶναι ἡ πνευματικότητα τοῦ συγκεκριμένου προσώπου, ποὺ ἀγιογραφεῖται. Ἑπομένως δὲν εἶναι ἕνα στοιχεῖο, ἕνας κύκλος, ποὺ ἀνήκει σ’ αὐτὸ τὸ σύμβολο (τοῦ χρυσοῦ). Ἁπλῶς ἐκεῖ δηλώνεται ὅτι ὑπάρχει κοινωνία, ὑπάρχει ταύτιση· τὸ πνεῦμα τοῦ προσώπου εἶναι συμφιλιωμένο μὲ αὐτὸ ποὺ δηλώνει τὸ χρυσό, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως τὸ φωτοστέφανο ἀνήκει στὴν μορφή καὶ εἶναι μία δήλωση ὅτι (ἡ μορφὴ) ἐντάσσεται, ἔχει ἀποκτήσει αὐτὴν τὴν σχέση, τὴν ταύτιση μὲ τὸν συμβολισμό ποὺ ἔχει τὸ χρυσό. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὰ χρώματα θὰ ἀκολουθήσουν, μέσα στὰ ὅρια αὐτά, μὲ πολλοὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι θὰ προκύψουν ἀπὸ κάποια ἰδιότητα ποὺ θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια.
Ἂς δοῦμε λοιπόν, ὅταν ἔχουμε μία Εἰκόνα, τὰ στάδια, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ξεκινήσουμε.
Ἀφοῦ καθορίσουμε τὸ περίγραμμα, δηλαδὴ τὴν περιοχὴ τοῦ χρυσοῦ καὶ χρυσώσουμε, στὴν συνέχεια ἔχουμε ἕνα πρῶτο σκίτσο, τὸ ὁποῖο ὁριοθετεῖ τὶς λεπτομέρειες τῆς ζωγραφικῆς μας, ἀναλόγως τοῦ τί εἶναι. Δηλαδὴ τὰ ροῦχα, τὸ Εὐαγγέλιο σὲ μία μορφὴ ἢ τὰ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα μιᾶς παράστασης.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ λοιπόν ποὺ καταγραφοῦν αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, οὐσιαστικὰ ἔχουμε ἕνα σκίτσο, μία γραμμή, ἡ ὁποία περιγράφει-ὁριοθετεῖ τὸ θέμα. Αὐτὸ τὸ κομμάτι τοῦ σκίτσου θὰ πρέπει στὴν συνέχεια νὰ ἀποκτήσει καὶ ἕνα βάθος, γιατὶ ἕνα σκίτσο εἶναι οὐσιαστικὰ μονοεπίπεδο, ἔχει δύο διαστάσεις. Θὰ πρέπει στὴν ζωγραφικὴ νὰ εἰκαστεῖ καὶ ἡ τρίτη διάσταση, τοῦ βάθους, γιὰ νὰ εἶναι ρεαλιστική.
Συνήθως, -στὴν κλασσικὴ ζωγραφικὴ οἱ τρόποι εἶναι πάρα πολλοί-, γίνεται μιὰ μίμηση τοῦ φυσικοῦ φωτός, ἔχουμε σκίαση καὶ ἐπίσης χρησιμοποιεῖται ἡ προοπτική, γιὰ νὰ μᾶς δηλώσει γεωμετρικὰ τὸ βάθος.
Ἀφοῦ καθορίσουμε τὸ περίγραμμα, δηλαδὴ τὴν περιοχὴ τοῦ χρυσοῦ καὶ χρυσώσουμε, στὴν συνέχεια ἔχουμε ἕνα πρῶτο σκίτσο, τὸ ὁποῖο ὁριοθετεῖ τὶς λεπτομέρειες τῆς ζωγραφικῆς μας, ἀναλόγως τοῦ τί εἶναι. Δηλαδὴ τὰ ροῦχα, τὸ Εὐαγγέλιο σὲ μία μορφὴ ἢ τὰ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα μιᾶς παράστασης.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ λοιπόν ποὺ καταγραφοῦν αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, οὐσιαστικὰ ἔχουμε ἕνα σκίτσο, μία γραμμή, ἡ ὁποία περιγράφει-ὁριοθετεῖ τὸ θέμα. Αὐτὸ τὸ κομμάτι τοῦ σκίτσου θὰ πρέπει στὴν συνέχεια νὰ ἀποκτήσει καὶ ἕνα βάθος, γιατὶ ἕνα σκίτσο εἶναι οὐσιαστικὰ μονοεπίπεδο, ἔχει δύο διαστάσεις. Θὰ πρέπει στὴν ζωγραφικὴ νὰ εἰκαστεῖ καὶ ἡ τρίτη διάσταση, τοῦ βάθους, γιὰ νὰ εἶναι ρεαλιστική.
Συνήθως, -στὴν κλασσικὴ ζωγραφικὴ οἱ τρόποι εἶναι πάρα πολλοί-, γίνεται μιὰ μίμηση τοῦ φυσικοῦ φωτός, ἔχουμε σκίαση καὶ ἐπίσης χρησιμοποιεῖται ἡ προοπτική, γιὰ νὰ μᾶς δηλώσει γεωμετρικὰ τὸ βάθος.
Στὴν Εἰκονογραφία, στὴν βυζαντινὴ
Εἱκόνα, ἡ τρίτη αἴσθηση (διάσταση) τοῦ βάθους, δίνεται μὲ τρία φῶτα, τὰ
ὁποῖα δηλώνουν τὸ μὲν σκουρότερο τὸ βαθύτερο (σημεῖο), τὰ δὲ φωτεινότερα
τὰ πιὸ μπροστά (σημεῖα).
Ἔτσι λοιπόν αὐτὴ ἡ κλίμακα τῶν τριῶν φώτων, δουλεμένη μὲ μία ἁρμονικὴ πρόοδο, μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει μὲ πειστικότητα, -μόνο αὐτοὶ οἱ τρεῖς τόνοι-, νὰ μᾶς δώσουν τὸ βάθος, τὴν τρίτη διάσταση, ἀπὸ εἰκαστικὴ ἄποψη.
Ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τριῶν τόνων ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἀναφορὰ στὸν Τριαδικὸ Θεό. Δὲν ὑπάρχει στοιχεῖο στὴν Εἰκόνα ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἀκριβῶς ἕνα συμβολισμό, γιὰ νὰ δεχθοῦμε ἐμεῖς ἕνα μήνυμα.
Ἔτσι λοιπόν αὐτὴ ἡ κλίμακα τῶν τριῶν φώτων, δουλεμένη μὲ μία ἁρμονικὴ πρόοδο, μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει μὲ πειστικότητα, -μόνο αὐτοὶ οἱ τρεῖς τόνοι-, νὰ μᾶς δώσουν τὸ βάθος, τὴν τρίτη διάσταση, ἀπὸ εἰκαστικὴ ἄποψη.
Ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τριῶν τόνων ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἀναφορὰ στὸν Τριαδικὸ Θεό. Δὲν ὑπάρχει στοιχεῖο στὴν Εἰκόνα ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἀκριβῶς ἕνα συμβολισμό, γιὰ νὰ δεχθοῦμε ἐμεῖς ἕνα μήνυμα.
Ὁ σκοπὸς τῆς Εἰκόνας εἶναι ὁ ἴδιος ἀκριβῶς μὲ αὐτὸν
ὁποιουδήποτε πράγματος, τὸ ὁποῖο συντελεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ
Εἰκόνα σὰν ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχει ἄλλη ἀποστολὴ ἀπὸ τὴν ἴδια
ἀκριβῶς (τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας) καὶ θὰ δοῦμε κάποιες ἀναλογίες στὴν
συνέχεια.
Ἔτσι λοιπόν, τὸ σκίτσο μας ἀρχικά εἶναι γραμμικό ἐνῶ τὰ τρία φῶτα διακρίνονται ἐπειδὴ εἶναι ἐπιφάνειες. Καὶ ἐδῶ ἔχουμε μία διάκριση ποιότητας· τὸ σκίτσο εἶναι γραμμή ἐνῶ τὰ τρία φῶτα εἶναι ἐπιφάνειες. Καὶ αὐτὸ ἐνδεχομένως νὰ ἀνάγεται σὲ ἕνα συμβολισμό. Δὲν θὰ σᾶς κουράσω ὅμως νὰ μποῦμε σὲ πολλὲς λεπτομέρειες, διότι θέλω γρήγορα νὰ πᾶμε νὰ δοῦμε μιὰ σφαιρικὴ εἰκόνα ὡς πρὸς αὐτό, ποὺ κατὰ τὴν γνώμη μου ἡ Εἰκόνα θέλει νὰ μᾶς πεῖ.
Τὸ σκίτσο λοιπόν, δημιουργεῖται ἀπὸ δύο γραμμικὰ στοιχεῖα, φωτεινὰ καὶ σκοτεινά. Φωτεινὰ καὶ σκοτεινά, γιὰ νὰ δηλωθεῖ ἐπίσης, -κάνω μιὰ μικρὴ ἁπλῶς ὑπόνοια- ἡ κυριαρχικὴ τοῦ κόσμου μας, ἡ σύνθεση τῶν ἀντιθέτων. Ἡ ζωὴ ἐδῶ συντίθεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.
Στὴν συνέχεια τὰ τρία φῶτα εἶναι αὐτὰ ποὺ ἐμψυχώνουν αὐτὰ τὰ σκίτσα ποὺ κάνουμε, τοὺς δίνουν ζωή, τὰ ὁλοκληρώνουν καὶ κάνουν (μαζί τους) μιὰ πληρότητα.
Στὸν πίνακα μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅλη αὐτὴν τὴν ἀναφορά. Θὰ δοῦμε ὅτι τὸ σκίτσο περιέχει μία σκοτεινὴ γραμμή. Ἐδῶ ἔχουμε οὐσιαστικὰ τὸ τυπικὸ σχέδιο μιᾶς σφαίρας. Πῶς θὰ τὸ κάναμε, πῶς θὰ τὸ βλέπαμε Ἁγιογραφικά. Πῶς ἡ βυζαντινὴ γλῶσσα δηλαδὴ καταγράφει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Ἔχουμε τὸ σκίτσο μας· ζωγραφίζουμε μία σφαίρα μὲ μία σκοτεινὴ γραμμὴ καὶ οἱ γκρίζες ὑπονοοῦν τὶς φωτεινές, τὶς λευκὲς γραμμές. Ἄν ἔμενε μέχρι ἐκεῖ, θὰ ἦταν ἕνα ἐπίπεδο σκίτσο. Στὴν συνέχεια (ὅμως), μὲ τὰ τρία φῶτα, τὰ ὁποῖα εἴπαμε ὅτι κατὰ σύμβαση δηλώνουν τὸ μέν σκοτεινὸ τὸ πιὸ πίσω (σημεῖο) καὶ τὸ φωτεινὸ τὸ πιὸ μπροστά, μποροῦμε σιγὰ σιγὰ καὶ ἐκπαιδευόμαστε(;) νὰ ἀποκτήσουμε καὶ μιὰ αἴσθηση τοῦ βάθους, καὶ εἰδικὰ σὲ πιὸ σύνθετα θέματα αὐτὸ εἶναι πολὺ πιὸ προφανές.
Ὅταν λοιπόν, ἔχουμε τὸ σκίτσο καὶ τὸ φῶς-χρῶμα, -τὸ ὁποῖο εἶπαμε ποὺ ἀντιστοιχεῖ καὶ τί συμβολίζει-, σὲ μία ἕνωση, τότε ἔχουμε μὲ τὸν πιὸ λιτὸ τρόπο τὴν πιὸ πλήρη ἀπόδοση σχέσης καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ δείχνει μέσα στὴν Εἰκόνα, ὅτι κάθε στοιχεῖο ἔχει αὐτὸν τὸν χαρακτῆρα (σχέσης).
Συνεχίζεται
+++
Ἔτσι λοιπόν, τὸ σκίτσο μας ἀρχικά εἶναι γραμμικό ἐνῶ τὰ τρία φῶτα διακρίνονται ἐπειδὴ εἶναι ἐπιφάνειες. Καὶ ἐδῶ ἔχουμε μία διάκριση ποιότητας· τὸ σκίτσο εἶναι γραμμή ἐνῶ τὰ τρία φῶτα εἶναι ἐπιφάνειες. Καὶ αὐτὸ ἐνδεχομένως νὰ ἀνάγεται σὲ ἕνα συμβολισμό. Δὲν θὰ σᾶς κουράσω ὅμως νὰ μποῦμε σὲ πολλὲς λεπτομέρειες, διότι θέλω γρήγορα νὰ πᾶμε νὰ δοῦμε μιὰ σφαιρικὴ εἰκόνα ὡς πρὸς αὐτό, ποὺ κατὰ τὴν γνώμη μου ἡ Εἰκόνα θέλει νὰ μᾶς πεῖ.
Τὸ σκίτσο λοιπόν, δημιουργεῖται ἀπὸ δύο γραμμικὰ στοιχεῖα, φωτεινὰ καὶ σκοτεινά. Φωτεινὰ καὶ σκοτεινά, γιὰ νὰ δηλωθεῖ ἐπίσης, -κάνω μιὰ μικρὴ ἁπλῶς ὑπόνοια- ἡ κυριαρχικὴ τοῦ κόσμου μας, ἡ σύνθεση τῶν ἀντιθέτων. Ἡ ζωὴ ἐδῶ συντίθεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.
Στὴν συνέχεια τὰ τρία φῶτα εἶναι αὐτὰ ποὺ ἐμψυχώνουν αὐτὰ τὰ σκίτσα ποὺ κάνουμε, τοὺς δίνουν ζωή, τὰ ὁλοκληρώνουν καὶ κάνουν (μαζί τους) μιὰ πληρότητα.
Στὸν πίνακα μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅλη αὐτὴν τὴν ἀναφορά. Θὰ δοῦμε ὅτι τὸ σκίτσο περιέχει μία σκοτεινὴ γραμμή. Ἐδῶ ἔχουμε οὐσιαστικὰ τὸ τυπικὸ σχέδιο μιᾶς σφαίρας. Πῶς θὰ τὸ κάναμε, πῶς θὰ τὸ βλέπαμε Ἁγιογραφικά. Πῶς ἡ βυζαντινὴ γλῶσσα δηλαδὴ καταγράφει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Ἔχουμε τὸ σκίτσο μας· ζωγραφίζουμε μία σφαίρα μὲ μία σκοτεινὴ γραμμὴ καὶ οἱ γκρίζες ὑπονοοῦν τὶς φωτεινές, τὶς λευκὲς γραμμές. Ἄν ἔμενε μέχρι ἐκεῖ, θὰ ἦταν ἕνα ἐπίπεδο σκίτσο. Στὴν συνέχεια (ὅμως), μὲ τὰ τρία φῶτα, τὰ ὁποῖα εἴπαμε ὅτι κατὰ σύμβαση δηλώνουν τὸ μέν σκοτεινὸ τὸ πιὸ πίσω (σημεῖο) καὶ τὸ φωτεινὸ τὸ πιὸ μπροστά, μποροῦμε σιγὰ σιγὰ καὶ ἐκπαιδευόμαστε(;) νὰ ἀποκτήσουμε καὶ μιὰ αἴσθηση τοῦ βάθους, καὶ εἰδικὰ σὲ πιὸ σύνθετα θέματα αὐτὸ εἶναι πολὺ πιὸ προφανές.
Ὅταν λοιπόν, ἔχουμε τὸ σκίτσο καὶ τὸ φῶς-χρῶμα, -τὸ ὁποῖο εἶπαμε ποὺ ἀντιστοιχεῖ καὶ τί συμβολίζει-, σὲ μία ἕνωση, τότε ἔχουμε μὲ τὸν πιὸ λιτὸ τρόπο τὴν πιὸ πλήρη ἀπόδοση σχέσης καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ δείχνει μέσα στὴν Εἰκόνα, ὅτι κάθε στοιχεῖο ἔχει αὐτὸν τὸν χαρακτῆρα (σχέσης).
Συνεχίζεται
+++
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου