Οι παιδικές φωνές που ακούστηκαν μέσα στην Εκκλησία
δεν με ενόχλησαν. Μάλλον χαρά είναι να βλέπης "τα παιδία"
να έρχονται προς Αυτόν, όπως ο Ίδιος παρήγγειλε.
Η μητέρα τους οδήγησε τα δύο παιδάκια, ένα κοριτσάκι περίπου 10 ετών,
και ένα αγοράκι λίγο μικρότερο στο κέντρο του Ναού,
σχεδόν ακριβώς κάτω απ' τον Ουράνιο Πατέρα τους, τον Παντοκράτορα.
Τους έδειξε τις Εικόνες και ιδιαίτερα την Πλατυτέρα,
που δεσπόζει, με την ολάνοιχτη μητρική αγκαλιά Της.
Ήμουν επάνω στη σκαλωσιά και έκανα κάποια "ρετούς"
στις τοιχογραφίες που πρόσφατα είχα κάνει.
Δεν γνωρίζω αν με είδαν, αλλά δεν έχει τόσο σημασία.
Η ευλαβής μητέρα, προέτρεψε τα παιδιά της να προσευχηθούν:
"Ζητήστε από την Παναγίτσα μας αυτά που θέλετε, και Αυτή θα σας τα δώσει",
ἦταν πάνω-κάτω η προτροπή της, απ' όσο μπόρεσα ν' ακούσω.
Το κοριτσάκι άρχισε αμέσως, χωρίς να χρειαστεί κάτι άλλο:
"Παναγία μου, θέλω να είναι η οικογένεια μας καλά,
να έχουμε όσα χρειαζόμαστε, να είμαστε αγαπημένοι.
Όλες οι οικογένειες θέλω να έχουν το σπίτι τους,
όλα όσα είναι αναγκαία. Να μη τους κόβουν το ρεύμα.
Θέλω να έχουν οι γονείς δουλειά, να μη πεινάνε τα παιδιά,
κανένα παιδί να μη κρυώνει και να μη πεινάει.
Επίσης θα ήθελα να σε παρακαλέσω για την Πατρίδα μου,
να την βοηθήσης, στη δυσκολία αυτή που περνάμε"...
Είπε κι ἄλλα το κοριτσάκι. Δεν τα συγκράτησα, γιατί από τη συγκίνηση
δεν μπορούσα να ακούσω πιά καθαρά.
Ζωγράφιζα μηχανικά, αλλά ήθελα πολύ να κλάψω.
Η φωνούλα του μικρού αγοριού ακούστηκε κι αυτή παρακαλεστική,
δεν κατάλαβα τι ακριβώς ζητούσε, αλλά το πιθανότερο
κάτι ανάλογο με την αδελφούλα του.
Κοίταξα προς το μέρος τους όταν έγινε ησυχία και είδα
την μητέρα, μία νέα γυναίκα, γονατιστή και σκυμένη
να προσεύχεται μυστικά, με πόνο, για αρκετή ώρα...
Θυμήθηκα, όταν συνήλθα από το ευχάριστο αυτό,
τόσο ελπιδοφόρο και συνταρακτικό για μένα "σοκ",
το ανάγνωσμα που ακούσαμε στην Εκκλησία
την περασμένη Πέμπτη (προ των Βαϊων):
Γενέσεως τὸ Ἀνάγνωσμα
(Κεφ. ΙΗ', 20-33)
Εἶπε Κύριος· Κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα. Καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με, συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῷ. Καὶ ἀποστρέψαντες ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες, ἦλθον εἰς Σόδομα. Ἀβραὰμ δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἔναντι Κυρίου. Καὶ ἐγγίσας Ἀβραάμ, εἶπε· Μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής, ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τόν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; Μηδαμῶς σὺ ποιήσῃς ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής, μηδαμῶς, ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν. Εἶπε δὲ Κύριος· Ἐὰν εὕρω ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δικαίους ἐν τῇ πόλει, ἀφήσω πάντα τὸν τόπον δι' αὐτούς. Καὶ ἀποκριθεὶς Ἀβραάμ, εἶπε· Νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δέ εἰμι γῆ καὶ σποδός. Ἐὰν δὲ ἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς, ἕνεκεν τῶν πέντε, πᾶσαν τὴν πόλιν. Καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω, ἐκεῖ τεσσαρακονταπέντε. Καὶ προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· Ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; Καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα. Καὶ εἶπε· Μήτι, Κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τριάκοντα; Καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἕνεκεν τῶν τριάκοντα. Καὶ εἶπεν· Ἐπειδὴ ἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριον, ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; Καὶ εἶπεν· Οὐ μὴ ἀπολέσω, ἕνεκεν τῶν εἴκοσι. Καὶ εἶπε· Μήτι, Κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; Καὶ εἶπεν, οὐκ ἀπολέσω, ἕνεκεν τῶν δέκα. Ἀπῆλθε δὲ ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ Ἀβραάμ, καὶ Ἀβραὰμ ὑπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
Και είπα:
Άλλες 9 τέτοιες μητέρες και θα αλλάξουν τα πράγματα...
Μ.Η.Η.
+++
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου