ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:





Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

+++


Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ


 Μνήμη: 2α Ἰουνίου


Η εικόνα ως φυσική και τεχνητή
του Στυλιανού Γερασίμου

Κατά τον Άγιο Νικηφόρο, το ζήτημα της εικόνας δεν αντιμετωπίζεται μονομερώς, αλλά εξετάζεται ως προς τα δύο κύρια είδη της. Το ένα αφορά στην “φυσική εικόνα”, ενώ το άλλο στην “τεχνητή εικόνα”. Συνεπώς η σχέση μεταξύ πρωτοτύπου και εικόνας δεν είναι ενιαία, αλλά προσδιορίζεται από το είδος της εικόνας.

Η φυσική και η τεχνητή εικόνα δεν διαφέρουν τελείως μεταξύ τους. Αντίθετα κοινό στοιχείο τους είναι ότι “η εικών προς το αρχέτυπον την εμφέρειαν έχει”, όπως τονίζει ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, γεγονός που σημαίνει ότι και οι δύο ως έννοιες συναντώνται στο γεγονός της ομοιότητάς τους προς τα πρωτότυπά τους.


Η φυσική εικόνα, όταν αναφέρεται στην Αγία Τριάδα, έχει ιδιάζουσα δογματική σημασία και φανερώνει την ενότητα της ουσίας με εκείνη του πρωτοτύπου της. Αυτό δηλώνει ότι το πρωτότυπο βρίσκεται πραγματικά στην εικόνα του. Η εικόνα ως όρος θεολογικός αναφέρεται στη θεότητα και το ομοούσιο, κατά τον άγιο Νικηφόρο. Ο Χριστός, ως σαρκωμένος Υιός και Λόγος του Θεού, είναι φυσική απαράλλακτη εικόνα του Θεού Πατέρα ως προς την θεότητά του. Κατά την ανθρωπότητά του όμως είναι φυσική εικόνα της Θεοτόκου. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός, ως προς την θεία φύση Του, ταυτίζεται ως εικόνα προς το πρωτότυπό Του, δηλαδή με τον Θεό. Με βάση όμως την τριαδικότητα διαφέρει ως προς την υπόσταση, αφού άλλη είναι η υπόσταση του Θεού Πατρός και άλλη η υπόσταση του Υιού και Λόγου του Θεού. Έτσι και με την Θεοτόκο ο Χριστός διαφέρει υποστατικώς, ως προς την ανθρωπίνη φύση Του, αφού άλλα τα ιδιώματα του Χριστού και άλλα της Θεοτόκου.

Πρέπει να σημειωθή ότι, επειδή η φυσική εικόνα σχετίζεται με την ουσία του Θεού, είναι αόρατη όπως και το πρωτότυπό της. Συνεπώς, αφού εικόνα και πρωτότυπο είναι αόρατα και “ασχημάτιστα” πρόσωπα, είναι και ανεικόνιστα. Η ορθόδοξη θεολογική παράδοση αναφέρει δύο φυσικές εικόνες στην Αγία Τριάδα. Τον Υιό ως εικόνα του Θεού Πατρός και το Άγιο Πνεύμα ως εικόνα του Λόγου. Αυτή τη θέση εκφράζουν ρητά ο Μέγας Αθανάσιος και ο Μέγας Βασίλειος. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ο Υιός είναι φυσική εικόνα του Πατρός και ταυτίζεται με την ουσία Του, αφού “αίτιον μεν φυσικόν ο Πατήρ, αιτιατόν δε ο Υιός”. Εκείνο όμως που διαφοροποιεί τον Υιό από τον Πατέρα ως εικόνα είναι το υποστατικό ιδίωμα του γεννητού.

Ο Υιός, ως εικόνα του Πατέρα, φανερώνει στον άνθρωπο το πρωτότυπο που εικονίζει, χωρίς βέβαια να αποκαλύπτεται η φύση του πρωτοτύπου του. Μιλούμε πάντοτε μόνο για εν εικόνι γνώση του πρωτοτύπου, γεγονός που επισημαίνει και ο Μέγας Βασίλειος ως εξής: “δι’ εικόνος δε η γνώσις του αρχετύπου γίνεται”. Η γνώση του Θεού, κατά τον Μέγα Βασίλειο, πραγματοποιείται με τις ενέργειές του που αποκαλύπτονται στον κόσμο και την ιστορία. Η ουσία όμως παραμένει απρόσιτη για τον άνθρωπο.

Πρέπει εδώ να υπογραμμίσουμε ότι, εάν ο Υιός ως φυσική εικόνα του Πατρός είναι Θεός, δεν είναι δυνατόν το Άγιο Πνεύμα ως φυσική εικόνα του Θεού να είναι κτίσμα, αφού, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, “ει εικών του Θεού Πνεύμα καλείται, Θεός άρα”. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σημειώνει ότι το Άγιο Πνεύμα ως φυσική εικόνα του Υιού αποκαλύπτει στους ανθρώπους τον Υιό. Το Άγιο Πνεύμα είναι η φυσική εικόνα του Υιού και ο Υιός η φυσική εικόνα του Πατέρα. Και οι δύο φυσικές εικόνες φέρουν την παρουσία του πρωτοτύπου. Έτσι οι φυσικές εικόνες αποδεικνύουν άριστα το ομοούσιον των προσώπων της Αγίας Τριάδος και αποτελούν το θεμέλιο της θεολογικής κατοχύρωσης των τεχνητών εικόνων.

 

Τ
ο δεύτερο περιεχόμενο της έννοιας “εικόνα” αναφέρεται στην “τεχνητή εικόνα” και είναι αυτή που κυρίως έχει σχέση με τη θεολογία των ιερών εικόνων. Κατά τον άγιο Νικηφόρο, η τεχνητή εικόνα “μίμημά εστι του αρχετύπου”. Έτσι η εικόνα δεν έχει δική της υπόσταση, αλλά εξαρτάται από την πραγματικότητα του εικονιζομένου, από την ομοιότητά της με το πρωτότυπο. Η “τεχνητή εικόνα” διαφέρει από τη “φυσική”. Βασικό στοιχείο της είναι η ομοιότητά της με το πρωτότυπο που εικονίζει. Η ομοιότητα όμως της τεχνητής εικόνας αναφέρεται μόνο στα ορατά στοιχεία της υποστάσεως του πρωτοτύπου.

Έτσι, ενώ στις φυσικές εικόνες εκείνο που ενώνει την εικόνα με το πρωτότυπο είναι η κοινή ουσία τους, στις τεχνητές εικόνες το κοινό στοιχείο είναι η ομοιότητα της μορφής που εικονίζεται, αφού, κατά τον άγιο Νικηφόρο, “επί των τεχνητών κατά την μορφήν η ομοίωσις”.

Κατά τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, “τό πρωτότυπον και η εικών έν μεν εστι τη υποστατική ομοιώσει, δύο δε τη φύσει”. Ο άγιος παρατηρεί ότι, ενώ πρωτότυπο και τεχνητή εικόνα ταυτίζονται κατά την ομοίωσή τους, διαφέρουν εξ αιτίας της φύσεώς τους. Επομένως η τεχνητή εικόνα ταυτίζεται με το πρωτότυπό της ως προς την υποστατική ομοιότητα, δηλαδή την πραγματικότητα της περιγραφής των υποστατικών ιδιωμάτων, αλλά διαφέρει από αυτό ως προς την ουσία. Έτσι επισημαίνεται ότι “μίμηση” ως ιδίωμα της εικόνας μπορεί να δηλώση την ομοιότητά της με το πρωτότυπο, αλλά και τη διάκρισή της ως προς τον λόγο της φύσεως.
Κατά τον άγιο Νικηφόρο, είναι σαφές ότι η τεχνητή εικόνα διατηρεί ζωντανό το πρωτότυπο στη μνήμη του πιστού. Ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτει η εικόνα το εικονιζόμενο είναι η ομοιότητα της εικόνας με το πρωτότυπο. Η ομοιότητα αυτή αποτελεί ένα είδος σχέσης μεταξύ εικόνας και πρωτοτύπου, τα οποία, ενώ στη φύση τους είναι διαφορετικά, ενοποιούνται στη μία μορφή που εικονίζεται. Συνεπώς η ομοιότητα εικόνας και εικονιζομένου αποτελεί το στοιχείο της ύπαρξης της τεχνητής εικόνας. Αυτό εξηγεί το γιατί οι τεχνητές εικόνες της Εκκλησίας αποτελούν την έκφραση της εμπειρίας της, όπως παρατηρεί ο άγιος Νικηφόρος με τη φράση: “η εικών ομοίωμα και εκτύπωμα όντων και υφεστηκότων εστί”.

Τα πρωτότυπα των τεχνητών εικόνων είναι πρόσωπα ιστορικά με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, γιατί είναι πρόσωπα δοξασμένα στο σώμα της Εκκλησίας.

 

Κατά τον άγιο Νικηφόρο, “τό είδωλον ανυπάρκτων τινών και ανυποστάτων εστίν ανάπλασμα”. Είδωλο, σύμφωνα με τον άγιο, είναι το ομοίωμα του ανυπάρκτου. Η ιστορικότητα όμως των εικονιζομένων προσώπων και η ομοιότητα των εικόνων τους με αυτά αποτελούν δύο στοιχεία που αποκλείουν τον ταυτισμό των τεχνητών εικόνων με τα είδωλα. Η τεχνητή εικόνα “αμέσως επ’ αυτά τα πράγματα ως παρόντα ήδη τον νουν των ενορώντων προσάγει. Και εκ πρώτης θέας και εντεύξεως τρανήν και επεξεργασμένην την γνώσιν τούτων παρέχεται”. Συνεπώς η τεχνητή εικόνα πιστοποιεί τον ορατό χαρακτήρα της Εκκλησίας. Είναι το κάτοπτρο της ιδίας της ζωής της.


Διαχωρισμός ειδώλου και Εικόνας

Οι εικονομάχοι υποστηρίζουν ότι η προσκύνηση των εικόνων έχει τις ρίζες της στην ειδωλολατρεία, είναι έμπνευση του διαβόλου και στηλιτεύεται από την Αγία Γραφή. Ο άγιος Νικηφόρος διατυπώνει ευκρινώς τη διαφορά ανάμεσα στην εικόνα και το αρχέτυπό της. Όσοι δεν δέχονται αυτή τη διαφορά δίκαια μπορούν να ονομαστούν ειδωλολάτρες.

Όμως οι εικόνες είναι φορείς αγιότητας, δεν έχουν καμμία σχέση με τα είδωλα και ο σεβασμός προς αυτές δεν έχει λατρευτικό χαρακτήρα. Τα είδωλα παριστάνουν ανύπαρκτα όντα, τα οποία έρχονται στην ύπαρξη με την ειδωλική αναπαράστασή τους και εξαφανίζονται όταν τα είδωλα καταστραφούν. Με τα είδωλα οι άνθρωποι δημιουργούν ανύπαρκτους θεούς και θεοποιούν ανθρώπους και καταστάσεις. Αντίθετα οι χριστιανικές εικόνες εικονίζουν πρόσωπα και γεγονότα ιστορικά και υπαρκτά στην παράδοση και τη ζωή της Εκκλησίας, τον Χριστό, την Θεοτόκο, τους αγίους. Όλες οι παραστάσεις από τη ζωή και τη δράση του Χριστού είναι ιστορικά γεγονότα, γι’ αυτό και απεικονίζονται. Όταν οι Χριστιανοί προσκυνούν τις εικόνες των αγίων, δεν προσφέρουν λατρεία που ανήκει μόνο στο Θεό, αλλά τιμή και σεβασμό στην Παναγία και τους αγίους, τιμή και σεβασμό που επιστρέφει στον Θεό, γιατί Αυτός τους εδόξασε, κατά το “τούς δοξάζοντάς με αντιδοξάσω”. Και βέβαια δεν είναι δυνατόν οι Χριστιανοί να προσκυνούν και να τιμούν τα είδωλα, όταν τιμούν αγίους που θυσιάστηκαν προκειμένου να αποφύγουν την προσκύνηση των ειδώλων.

Το πρώτο βασικό σημείο διακρίσεως μεταξύ εικόνας και ειδώλου, κατά τον άγιο Νικηφόρο, εντοπίζεται στην πραγματικότητα του γεγονότος της σαρκώσεως, που συνεπάγεται δυνατότητα περιγραφής του προσώπου του Χριστού. Κατά τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη, εάν ο Υιός και Λόγος του Θεού περιγραφόταν πριν από τη σάρκωσή του, θα ήταν “ου μόνον φαύλον αλλά και λίαν έκτοπον, τον μη σαρκωθέντα Λόγον σάρκα τοπάζειν”. Και αυτό γιατί θα υπήρχε η έλλειψη του πρωτοτύπου. Η σάρκωση όμως του Υιού του Θεού, κατά τον άγιο Νικηφόρο, σήμαινε συγχρόνως την περιγραφή της ανθρώπινης φύσης του.


Πρέπει να σημειωθή ότι, κατά τον άγιο Νικηφόρο, το δεύτερο καίριο σημείο διακρίσεως μεταξύ εικόνας και ειδώλου έγκειται στην ιδιότητα της τεχνητής εικόνας να κοινωνή με το πρωτότυπό της αλλά και να διακρίνεται από αυτό οντολογικώς.

Οι ειδωλολάτρες κατασκευάζουν κάποια αντικείμενα, τα οποία όχι μόνο πιστεύουν ότι απεικονίζουν θεούς, αλλά και τα λατρεύουν. Συνεπώς ο ειδωλολάτρης ταυτίζει πρωτότυπο και εικόνα οντολογικώς στρεφόμενος έτσι στη λατρεία της κτίσεως κι όχι του κτίσαντος, αφού, κατά τον άγιο Νικηφόρο, “ου προσκυνούμεν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, αλλά προσκυνούμεν τον Κτίστην κτισθέντα το καθ’ ημάς”. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης τονίζει την πλάνη της οντολογικής ταυτίσεως ειδώλου και θεότητας αναφερόμενος σε ιερά σύμβολα της Παλαιάς Διαθήκης. Παρά τις απαγορεύσεις της Παλαιάς Διαθήκης για κατασκευή ομοιωμάτων του Θεού, ο ίδιος ο Θεός φαίνεται πώς επιτρέπει την κατασκευή ιερών συμβόλων, όπως ομοιώματα Χερουβίμ ή τη σκηνή του μαρτυρίου. Αυτά όμως είναι σύμβολα λατρείας που δεν ταυτίζονται με τον Θεό. Και αν ο άνθρωπος της Παλαιάς Διαθήκης μπορή να διακρίνη το σύμβολο από την θεότητα, πολύ περισσότερο ο άνθρωπος της Καινής Διαθήκης έχει τη δυνατότητα να διακρίνη την εικόνα του Χριστού από τη θεία φύση Του.

Συνεπώς η διάκριση μεταξύ πρωτοτύπου και εικόνας αποδεικνύει την διάκριση μεταξύ εικόνας και ειδώλου, αφού, όπως παραπάνω είπαμε, υλικό στοιχείο και ειδωλική απεικόνιση ταυτίζονται στο είδωλο. Είναι σημαντικό τέλος ότι, σύμφωνα με τους Πατέρες της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, οι εικόνες είναι γεμάτες από χάρη και αγιότητα ενώ κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, αυτές δέχονται τη χάρη του Αγίου Πνεύματος καθαγιαζόμενες από τον Θεό και τους φίλους του Θεού, τους αγίους. 


Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου