ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:





Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Η Ζωγραφική τέχνη και οι φορητές Εικόνες

--

H ζωγραφική τέχνη και οι φορητές Εικόνες

«Ζωγραφία σιωπώσα ἐν τοίχῳ λαλεῖ πλείονα καὶ ὠφελιμωτέρα»
Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης

Η ανάπτυξη τών εικαστικών τεχνών αποτέλεσε την επιτυχέστερη
και γοητευτικότερη εκδήλωση του Βυζαντινού Πολιτ
ισμού.
Στη ζωγραφική, ιδιαίτερα, η βυζαντινή τέχνη
βρίσκει τη σπουδαιότερη έκφρασή της.
Παράλληλα με τη ζωή, την παράδοση
και την όλη ιστορία της Εκκλησίας εξελίσσεται και η Αγιογραφία,
η οποία, ως τέχνη εκφραστική βαθύτατων νοημάτων,
δεν απευθύνεται μόνο στο αίσθημα, αλλά,
κυρίως και κατά πρώτο λόγο στο πνεύμα,
ώστε η Εικονογραφία να αποτελεί μία αληθινή Θεολογία.

Η ζωγραφική, λοιπόν, της Ορθοδοξίας είναι αυτή
που διαμορφώθηκε και ασκήθηκε στο Βυζάντιο
με τη μορφή κυρίως της Ψηφιδογραφίας, της τοιχογραφίας,
της μικρογραφίας και των φορητών Εικόνων.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησιαστική τέχνη έχει μεγάλη σημασία η Εικόνα
σε αντίθεση με τη Δύση και τις προχαλκηδόνιες Εκκλησίες.
Είναι για τους πιστούς σύμβολο των προσώπων ή γεγονότων που παριστάνει
και αποτελεί βασική έκφραση πίστεως, δόγματος και λατρείας,
ως αναπόσπαστο στοιχείο λειτουργικό και τελετουργικό.


Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν Εικόνα κάθε θρησκευτική απεικόνιση,
με οποιαδήποτε τεχνική κι αν είχε γίνει, είτε ήταν φορητή είτε όχι.
Σήμερα, όμως, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται μόνο για φορητούς πίνακες,
σχεδόν πάντοτε ζωγραφισμένους πάνω σε ξύλο.

Σίγουρα, σε μία τόσο σύντομη αναφορά δεν μπορεί κανείς να θίξει
το θέμα της τεχνικής των Εικόνων σε συσχετισμό με την ιστορική εξέλιξη
της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής
(σχολές, εικoνογραφικοί κύκλοι, επιδράσεις, αφομοιώσεις κ.λπ.),
υπάρχει, όμως, η δυνατότητα να εξάρει -έστω και επιγραμματικά-
την προσφορά των Αγιογράφων, οι οποίοι με σεμνότητα,
ταπείνωση και εκφράζοντας τη βαθιά τους θρησκευτικότητα
συνετέλεσαν σ' αυτό το εικαστικό θαύμα,
που ονομάζεται βυζαντινή και μεταβυζαντινή Αγιογραφία.

Όσο και αν η ζωγραφική των χρόνων μετά την Άλωση
σχετίζεται πολύ με την τέχνη των Παλαιολόγων, δεν είναι παράδοξο,
ότι η Πελοπόννησος μετά το 1461, αφετηρία της πρώτης Τουρκοκρατίας,
χαρακτηρίζεται από τη σιγή και τη φυγή των κωδικογράφων
και των ζωγράφων της χώρας.
Η θρησκευτική τέχνη, πέρα από τα μέσα του 16ου αιώνα,
αντιπροσωπεύεται κυρίως από ανώνυμους ζωγράφους.
Η περιορισμένη πελοποννησιακή αγιογραφία
εκφράζεται με επώνυμο καλλιτέχνη από το 1550 και έπειτα.


Τον 17ο αιώνα σημειώνεται ακμή με επώνυμους
(αδελφοί Μόσχου, οικογένεια Κακαβά) και ανώνυμους ζωγράφους,
οι οποίοι δεν ανανεώνουν την τέχνη,
αλλά τηρούν τους κανόνες
της Κρητικής Σχολής,
τόσο στην τεχνική όσο και στην τεχνοτροπία.

Ο αιώνας που ακολουθεί είναι της παρακμής
και εκπροσωπήσεως της χώρας
από μέτριους καλλιτέχνες
σ' ένα σχήμα αντιστρόφως ανάλογο

με την άλλη παιδευτική και κοινωνική ανάπτυξη που σημειώνεται.
Μέσα σ' αυτό το καλλιτεχνικό πλαίσιο
του Πελοποννησιακού Εργαστηρίου

εντάσσεται φυσικά και η Λακωνία,
της οποίας έργα φιλοξενούνται

στό Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης.
Πέρα, όμως, από την καλλιτεχνική άξία ή το ειδικό ενδιαφέρον
που μπορεί να παρουσιάζουν τα εικαστικά κείμενα χωριστά,
στο σύνολό τους αποτελούν αναμφίβολα τις πιο αποκαλυπτικές
και τις πιο πυκνές μαρτυρίες για τον ψυχικό κόσμο,
την πνευματική καλλιέργεια, την παιδεία του ελληνικού λαού
και προπάντων τη μυστική του επικοινωνία με το Θείο,
στην πιο προσωπική της έκφραση, διαδραματίζοντας, έτσι,
μέσα στον υψηλό μηχανισμό της Εκκλησιαστικής Τέχνης
σημαντικότατο ρόλο.

Γεωργία Μυλωνάκου – Σαϊτάκη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου